γαμοστόλος

From LSJ
Revision as of 18:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰμοστόλος Medium diacritics: γαμοστόλος Low diacritics: γαμοστόλος Capitals: ΓΑΜΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: gamostólos Transliteration B: gamostolos Transliteration C: gamostolos Beta Code: gamosto/los

English (LSJ)

ον,

   A preparing a wedding, epith. of Hera and Aphrodite, Pisand. ap. Sch.E.Ph.1760, Epic.Alex.Adesp.9 iii 5, Orph.H.55.8, AP6.207 (Arch.); Ὑμέναιος ib. 7.188 (Ant. Thall.); νύξ Musae.282.    2 Astrol., name for the seventh house of the horoscope, Paul.Al.M.2.

German (Pape)

[Seite 473] die Hochzeit bereitend, Aphrodite, Archi. 5 (VI, 207); Here, Pisander bei Schol. Eur. Phoen. 1748; νύξ Mus. 282; ὑμέναιος Ant. Thall. ep. (VII, 188); ἅρμα Nonn. D. 11, 275.

Greek (Liddell-Scott)

γαμοστόλος: -ον, ὁ ἑτοιμάζων τὰ διὰ τὸν γάμον, pronuba, ἐπίθ. τῆς Ἥρας καὶ Ἀφροδίτης, Πείσανδ. παρὰ Σχολ. Εὐρ. Φοιν. 1760, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 207.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prépare les mariages (ép. d’Aphrodite, d’Héra, de la nuit).
Étymologie: γάμος, στέλλω.

Spanish (DGE)

(γᾰμοστόλος) -ον
que prepara el matrimonio o la unión amorosa νὺξ μὲν ἔην κείνοισι γ. Musae.282, ἅρμα γαμοστόλον Ἱπποδαμείης Nonn.D.11.275
astrol. que determina la boda τόπος de la séptima casilla del horóscopo, Paul.Al.59.7, Vett.Val.113.16, 114.9
epít. de diosas la que dispone el matrimonio o ampara la unión amorosa Ἥρα Pisand.Myth.10, γαμοστόλε μῆτερ Ἐρώτων de Afrodita, Orph.H.55.8, cf. Epic.Alex.Adesp.9.3.5, AP 6.207 (Arch.), Gloss.2.261, tb. de un dios Ὑμέναιος AP 7.188 (Thallus).

Greek Monolingual

και γαμοστόλας, ο (AM γαμοστόλος, Μ και γαμοστόλας)
νεοελλ.
η γαμήλια πομπή
αρχ.-μσν.
αυτός που κάνει προετοιμασίες για τον γάμο
αρχ.
ο έβδομος οίκος του ωροσκοπίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάμος + -στόλος < στόλος < στέλλω.

Greek Monotonic

γᾰμοστόλος: -ον (στέλλω), αυτός που προετοιμάζει τον γάμο· Λατ. pronuba, επίθ. της Ήρας και της Αφροδίτης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰμοστόλος: устраивающий браки (эпитет Афродиты и Гименея) Anth.