διανεκής
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Full diacritics: διᾱνεκής | Medium diacritics: διανεκής | Low diacritics: διανεκής | Capitals: ΔΙΑΝΕΚΗΣ |
Transliteration A: dianekḗs | Transliteration B: dianekēs | Transliteration C: dianekis | Beta Code: dianekh/s |
ές,
A v. διηνεκής.
διᾱνεκής: -ές, Δωρ. καὶ Ἀττ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ διηνεκής, ὃ ἴδε.
v. διηνεκής.
διᾱνεκής: -ές, Δωρ. και Αττ. αντί διηνεκής.
διᾱνεκής: Plat. v. l. = διηνεκής.