δροσίζω

From LSJ
Revision as of 19:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δροσίζω Medium diacritics: δροσίζω Low diacritics: δροσίζω Capitals: ΔΡΟΣΙΖΩ
Transliteration A: drosízō Transliteration B: drosizō Transliteration C: drosizo Beta Code: drosi/zw

English (LSJ)

   A bedew, besprinkle, in Med., Ar.Ra.1312 (lyr.), prob. in E.Hyps.Fr.9.4:—later in Act., Posidon.20 J., Babr.12.16:— Pass., Hp.Ulc.12; δεδροσισμένον νέφος dewy, D.L.7.152: metaph., ἡνίκ' ἂν ὑπὸ τοῦ οἴνου δροσισθῇ ἡ ψυχή Epict.Gnom.26.    II intr., form dew, Arist.Pr.939b38; δροσίζων ἱδρώς Herod.Med. in Rh.Mus. 58.99; to be in a flaccid condition, of the body, Philostr.Gym.48, cf. Archig. ap. Aët.6.3.

German (Pape)

[Seite 668] bethauen, befeuchten; ῥανίσι χρόα δροσιζόμεναι Ar. Ran. 1312; μαροις στεφάνους Posidon. Ath. XV, 692 d; Posidipp. 11 (V, 134) u. Sp., wie Plut. Qu. nat. 6; δεδροσισμένος p. D. L. 7, 152.

Greek (Liddell-Scott)

δροσίζω: ῥαίνω δρόσῳ, ῥαντίζω, Ἀριστοφ. Βατρ. 1312, Βάβρ. 12. 15. - Παθ., δεδροσισμένον νέφος, πλῆρες δρόσου, Διογ. Λ. 7. 152. ΙΙ. ἀμετάβ., σχηματίζω δρόσον, Ἀριστ. Προβλ. 25. 21.

French (Bailly abrégé)

mouiller de rosée, humecter.
Étymologie: δρόσος.

Spanish (DGE)

I intr.
1 convertirse en gotas de humedad, condensarse en rocío διὸ καὶ δροσίζει ἀφιέμενον τὸ ὑγρὸν ἀπὸ τοῦ θερμοῦ Arist.Pr.939b38, del sudor corporal οἷς δὲ διακέχυται (τὰ κῶλα) καὶ οἷον δροσίζει περὶ τὰς παρακμὰς τῶν παροξυσμῶν Archig. en Aët.6.3
cubrirse de sudor, sudar de pers., Philostr.Gym.49, del propio sudor δροσίζων δυσεπισχέτως Anon.Med.Acut.Chron.10.2.1.
2 impers. rociar, caer rocío, PMil.Vogl.60.4 (II d.C.).
3 en v. med. salpicarse τέγγουσαι ... ῥανίσι χρόα δροσιζόμεναι Ar.Ra.1312, δροσιζέσθω συμβολικὴ πρόποσις salpíquese un amistoso brindis Posidipp.Epigr.1.2.
II tr.
1 llenar de humedad, cubrir de rocío τί σε δροσίζει νῶτον ἔννυχος στίβη ...; Babr.12.16, en v. pas. ὄμφακα ... τὰς δὲ νύκτας αἴρειν ὅκως μὴ δροσίζηται Hp.Vlc.12, cf. E.Fr.Hyps.77 (dud.), δεδροσισμένα δένδρα Plu.2.913e, ὀρθρινοῖς ... δροσιζομένοισι κορύμβοις Nonn.D.6.45, ἐν νέφει δεδροσισμένῳ en una nube cargada de humedad D.L.7.152.
2 rociar, salpicar τοὺς ... στεφάνους τῶν κατακειμένων δροσίζουσι τοῖς μύροις Posidon.71, en v. pas. ἥνικ' ἂν ... ὑπὸ τοῦ οἴνου δροσισθῇ ἡ ψυχή Epict.Gnom.26
rociar, humedecer, refrescar c. ref. a la historia bíblica de los compañeros de Daniel διάπυρον δροσίσας κάμινον LXX 3Ma.6.6, cf. Hippol.Dan.2.31, Ath.Al.M.26.617B, Isid.Pel.Ep.M.78.605D, PHeid.292.5 (VI/VII d.C.), en v. pas. κἂν εἰς πῦρ ἐμβληθῇ, δροσισθήσεται Clem.Al.Strom.2.20.104, τῶν ἐν πυρὶ δροσισθέντων Gr.Naz.M.35.716C.
3 fig. refrescar, aliviar en lit. crist. δρόσισον ψυχὰς δεινῶς διψώσας καὶ πεινώσας Hippol.Laz.p.216.37, Epiph.Const.Hom.M.43.473C, en v. pas. ἐδροσίσθη τὸ πρόσωπόν μου ref. a la acción benéfica de Dios Od.XI Salom.14, τὴν ἐν Συρίᾳ ἐκκλησίαν διὰ τῆς ἐκκλησίας ὑμῶν δροσισθῆναι que la iglesia de Siria reciba el rocío (de Dios) a través de vuestra iglesia Ign.Magn.14, ὑπὸ τῆς οὐρανίου πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς ... δροσιζόμενος de un mártir en la hoguera A.Mart.5.1.22, οἱ τῇ χάριτι δροσιζόμενοι τοῦ θεοῦ Clem.Al.Paed.2.10.104
apaciguar, calmar ἡ σηπομένη πορνείας ἡδονῇ τὴν φλόγα γαμικῇ δροσιζέτω la (mujer) corrompida por la voluptuosidad de la lujuria que apacigüe su fuego en la del matrimonio Chrys.Laud.Thecl.17.

Greek Monolingual

(AM δροσίζω) δρόσος
1. ραντίζω με σταγόνες δροσιάς, νοτίζω
2. κάνω κάτι δροσερό
3. προσφέρω ικανοποίηση, απόλαυση
4. γίνομαι δροσερός, ψυχραίνω («δρόσισε ο καιρός»)
μσν.
1. ανακουφίζω
2. κατευνάζω
3. ευνοώ
4. φωτίζω
5. (για τον θεό) ευλογώ
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) δροσισμένος, -η, -ον
α) ελαφρός
β) χαρούμενος
γ) γλυκός.

Greek Monotonic

δροσίζω: μέλ. -σω (δρόσος), δροσίζω, υγραίνω, νοτίζω, βρέχω, ραντίζω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δροσίζω: 1) смачивать росой, орошать, увлажнять (ὁ ἀὴρ δροσίζει τὸν τόπον Arst.; δεδροσισμένα δένδρα Plut.);
2) быть влажным (τὰ ἐπινέφελα δροσίζει Arst.).