ἐμέω

From LSJ
Revision as of 07:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμέω Medium diacritics: ἐμέω Low diacritics: εμέω Capitals: ΕΜΕΩ
Transliteration A: eméō Transliteration B: emeō Transliteration C: emeo Beta Code: e)me/w

English (LSJ)

Il.15.11, impf.

   A ἤμουν Ar.Fr.351, X.An.4.8.20, Ion. ἤμεον Hdt.7.88: fut. ἐμέσω Hp.Morb.2.15, Att. ἐμῶ (ἐνεξ-) Polyzel.4: fut. Med. ἐμέομαι Hp.Nat.Hom.5, ἐμοῦμαι A.Eu.730: aor. ἤμεσα Hp. Epid.1.26.έ, etc., (ἐξ-) Ar.Ach.6, inf. ἐμέσαι Hdt.1.133; Ep. ἔμεσσα (ἀπ-) Il.14.437 (prob. ἐξήμεσσα should be restored for -ήμησα in Hes. Th.497; ὑπερ-έμησα occurs in the Mss. of Hp.Morb.2.17): pf. ἐμήμεκα Luc.Lex.21, Ael.NA17.37: plpf. ἐμημέκεε Hp.Epid.5.42, ἐμημέκει D.L.6.7:—Pass., fut. ἐμεθήσομαι (ἐξ-) LXXJb.20.15: aor. inf. ἐμεθῆναι Gal.7.219: pf. ἐμήμεσμαι Ael.VH13.22:—vomit, throw up, αἷμ' ἐμέων Il.15.11, cf. Hdt.7.88; ἐμοῦσα θρόμβους A.Eu.184; ἰόν ib. 730: abs., vomit, be sick, Hdt.1.133, X.An.4.8.20; ἐμέειν ἀπὸ συρμαϊσμοῦ Hp.Art.40; ἐ. πτίλῳ to make oneself sick with a feather, Ar. Ach.587.    2 metaph., throw up a flood of words, Eun.VSp.488 B. (ϝεμε-, cf. Skt. vámiti 'vomit', Lat. vomo, vomitus, Lith. vémti, etc.)

German (Pape)

[Seite 807] fut. ἐμέσω, perf. ἐμήμεκα, Luc. Lex. 21 (vomo), ausspeien, ausbrechen, durch Brechen von sich geben; αἷμα Il. 15, 11; θρόμβους Aesch. Eum. 175; ἐμεῖ (fut. med.) ἰόν 700; sich erbrechen, Plat. Phaedr. 268 b; Xen. An. 4, 8, 20; Hippocr. – Uebtr., vom Worte, plaudern, was Einem in den Mund kommt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμέω: παρατ. ἤμουν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 130, Ξεν. Ἀν. 4. 8. 20, Ἰων. ἤμεον Ἡρόδ. 7. 88. μέλλ. ἐμέσω Ἱππ. 467. 4 (Littré 7. σ. 28), Ἀττ. ἐμῶ (ἐνεξ-) Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 4· ὡσαύτως μέσ. μέλλ. ἐμέομαι Ἱππ. 226. 18, 19, ἐμοῦμαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 730: ἀόρ. ἤμεσα Ἱππ. 979Ε, κτλ., (ἐξ-) Ἀριστοφ. Ἀχ. 6, ἀπαρ. ἐμέσαι Ἡρόδ. 1. 133, Ἐπ. ἔμεσα (ἀπ-) Ἰλ. Ξ. 437 (ἴσως ἐπανορθωτέον ἀντὶ ἐξήμησα ἐν Ἡσ. Θ. 497· ὑπερέμησα ἀπαντᾷ ἐν τοῖς χειρογρ. τοῦ Ἱππ. 462. 32., 467. 23, 32): πρκμ. ἐμήμεκα Λουκ. Λεξιφ. 21, Αἰλ.: ὑπερσ. ἐμημέκκε Ἱππ. 1153Β (Littré 5. σ. 232), ἐμεμέκει Διογ. Λ. 6. 7: - Παθ., μέλλ. ἐμεθήσομαι (ἐξ-) Ἑβδ.: ἀόρ. ἐμεθῆναι Γαλην.: πρκμ. ἐμήμεσμαι Αἰλ. Π. Ἱστ. 13. 21. (Ἐκ √ ϜΕΜ· πρβλ. Σανσκρ. vam, vam-âmi (ἐμέω, vomo), vam-athus (ἔμετος, vomitus)· Παλαιο-Σκανδ. vaem-a (αἰσθάνομαι ναυτίαν).) Ἐμῶ, «ξερνῶ», αἷμ’ ἐμέων Ἰλ. Ο. 11, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 88· ἐμοῦσα θρόμβους Αἰσχύλ. Εὐμ. 184, πρβλ. 730: ἀπολ., ἐμῶ, ξερνῶ, καί σφι οὐκ ἐμέσαι ἔξεστι Ἡρόδ. 1. 133, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1599, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 20 ἐμέειν ἀπὸ συρμαϊσμοῦ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805· ἐμεῖν πτίλῳ, διεγείρειν ἔμετον διὰ πτεροῦ, Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 587, (οὕτω, πτερὸν ταχέως καὶ λεκάνην ἐνεγκάτω Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 6)· μεταφ., ἐκχέω ἐκ τοῦ στόματός μου κακοὺς λόγους, Εὐνάπ. Προαιρ. σ. 86.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἤμουν, f. ἐμοῦμαι, ao. ἤμεσα, pf. ἐμήμεκα, pqp. ἐμημέκειν;
Pass. ao. *ἠμέθην > inf. ἐμεθῆναι ; pf. ἐμήμεσμαι;
vomir, acc..
Étymologie: R. Ϝεμ, vomir ; cf. lat. vomo.

English (Autenrieth)

spew or spit out, Il. 15.11†.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. 3a sg. ἐμέει Hp.Int.6, plu. ἐμέουσιν Hp.Nat.Hom.6, part. masc. nom. ἐμέων Il.15.11, jón. ac. ἐμεῦντα Hp.Loc.Hom.33, pas. part. neutr. plu. ἐμεύμενα Hp.Epid.4.46, Aret.SA 2.6.5; impf. 3a sg. ἤμεε Hdt.7.88, AP 7.625 (Antip.Thess.); fut. 3a sg. ἐμέσει Hp.Mul.1.2 (p.16), Gal.14.521, med. contr. ἐμοῦμαι Ar.Fr.49, 2a sg. ἐμῇ A.Eu.730, 3a ἐμεῖται Hp.Nat.Hom.5; aor. ἤμεσα Hdt.1.133, Hp.Epid.1.26.5, Thphr.Char.3.3; perf. ind. 2a sg. ἐμήμεκας Luc.Lex.21, part. dat. plu. ἐμημεκόσιν Dsc.5.72.1, pas. plu. neutr. ἐμημεσμένα Ael.VH 13.22; plusperf. sg. 3a ἐμημέκει Hp.Epid.5.42, D.L.6.7]
1 vomitar, echar por la boca, αἷμα Il.l.c., Hdt.7.88, Arist.HA 588a1, θρόμβους A.Eu.184, cf. Luc.Lex.21, Paus.10.24.6, ἤμεσε χολώδεα ὀλίγα μέλανα Hp.Epid.1.26.5, cf. Mul.1.2, Nat.Hom.6, Int.6, Mnesith.Ath.20.20, Gal.17(2).271, ἐμημέκει οὐ πολύ Hp.Epid.5.42, cf. Mnesith.Ath.45.14, Luc.Tim.45, δαιτὸς ... τὸ περισσόν AP l.c., τοῖς ... χείλεσιν ἐπικύψας ... λίθον ... περικαλλέστατον πρὸς τοῖς ποσὶν ἤμεσε τῶν γυναικῶν ocultándola en su pico, echó a los pies de las mujeres una piedra preciosísima D.P.Au.1.31, en v. pas. ἐν ταῖς νόσοις καὶ ἐμοῦνται (ἕλμινθες) Arist.Fr.241
part. pas. subst. τὸ ἐμούμενον lo vomitado, el vómito Hp.Prog.13, Aret.l.c., τὰ ἐμημεσμένα Ael.VH 13.22
tb. en v. med. φλέγμα Hp.Nat.Hom.5, τὸν ἰόν A.Eu.730
abs. vomitar, tener vómitos ἐμεῖν ἐκ συρμαισμοῦ Hp.Art.40, ἐπὴν δ' ἐμπλησθῇ, ἐμεσάτω Hp.Morb.2.43, cf. Loc.Hom.33, Hdt.1.133, τῷ πτίλῳ μέλλεις ἐμεῖν; ¿te vas a provocar un vómito con la pluma? Ar.Ach.587, cf. Pl.Phdr.268b, X.An.4.8.20, Thphr.l.c., Dsc.l.c., Gal.10.582, 14.521, Plu.2.232f, ἦν ... ἐμημεκὼς ἐς τὴν πηγὴν ὁ ὄφις Ael.NA 17.37
tb. en v. med.-pas. κλυστὴρ ἐπανῆλθέ τισιν ὡς ἐμεθῆναι Gal.7.219.
2 fig. vomitar, arrojar fuera de sí algo detestable ἄγριον βάρος Ar.Fr.365, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου Apoc.3.16, πᾶσαν ἠμέσαμεν κακίαν Chrys.M.62.269, cf. Didym.in Zach.4.10, ναυτίασας ἔμεσε Ast.Soph.Hom.11.3, abs. οὐκ εἰσὶ τῶν ἐμούντων ἀλλὰ τῶν ἀκριβούντων no son de los que tienen verborrea sino de los que hablan con precisión Eun.VS 488.

• Etimología: Rel. ai. vámiti, lat. vomō, lit. inf. vémti, quizá c. pérdida de la Ϝ en gr. por disim. en entorno labial.

English (Strong)

of uncertain affinity; to vomit: (will) spue.

English (Thayer)

ἐμῷ (cf. Sanskrit vam, Latin vomere; Curtius, § 452; Vanicek, p. 886f)): 1st aorist infinitive ἐμέσαι; to vomit, vomit forth, throw up, from Homer down: τινα ἐκ τοῦ στόματος, i. e. to reject with extreme disgust, Revelation 3:16.

Greek Monotonic

ἐμέω: παρατ. ἤμουν, Ιων. ἤμεον, μέλ. ἐμέσω, Αττ. ἐμῶ, Μέσ. ἐμοῦμαι· αόρ. αʹ ἤμεσα, Επικ. ἔμεσα· παρακ. ἐμήμεκα· κάνω εμετό, ξερνώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., κάνω εμετούς, είμαι άρρωστος, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐμ. πτίλῳ, προκαλώ εμετό με φτερό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμέω: (impf. ἤμουν, атт. fut. ἐμῶ, aor. ἤμεσα, pf. ἐμήμεκα; pass.: pf. ἠμήμεσμαι, inf. aor. ἐμεθῆναι)
1) извергать, изрыгать, выплевывать (αἷμα Hom.; θρόμβους φόνου, ἰὸν βαρύν Aesch.; μέλι Arst.);
2) страдать рвотой; ἄφρονες ἐγίγνοντο καὶ ἤμουν Xen. они бредили, и их рвало.