ἔμβρεφος
English (LSJ)
ον,
A boy-like, AP14.111.
German (Pape)
[Seite 806] im Kindesalter, Anth. Pal. XIV, 111.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβρεφος: -ον, ὅμοιος πρὸς βρέφος, περὶ τοῦ Ἔρωτος, Ἀνθολ. Π. 14. 111.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a l’âge d’un petit enfant.
Étymologie: ἐν, βρέφος.
Spanish (DGE)
-ον
1 que lleva una criatura en el seno, encinta, embarazada κεῖμαι δ' ἐν τύνβοις ἔ. οὖσα LW 116 (Teos).
2 sent. dud., quizá infantil, niño del dios Eros βελεηφόρος, ἔ. AP 14.111.
Greek Monolingual
ἔμβρεφος, -ον (Α)
(για τον Έρωτα) όμοιος με βρέφος.
Greek Monotonic
ἔμβρεφος: -ον (ἐν), όμοιος με βρέφος, βρεφικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἔμβρεφος: младенческий Anth.