ἔμβρεφος

Revision as of 19:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A boy-like, AP14.111.

German (Pape)

[Seite 806] im Kindesalter, Anth. Pal. XIV, 111.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβρεφος: -ον, ὅμοιος πρὸς βρέφος, περὶ τοῦ Ἔρωτος, Ἀνθολ. Π. 14. 111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a l’âge d’un petit enfant.
Étymologie: ἐν, βρέφος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que lleva una criatura en el seno, encinta, embarazada κεῖμαι δ' ἐν τύνβοις ἔ. οὖσα LW 116 (Teos).
2 sent. dud., quizá infantil, niño del dios Eros βελεηφόρος, ἔ. AP 14.111.

Greek Monolingual

ἔμβρεφος, -ον (Α)
(για τον Έρωτα) όμοιος με βρέφος.

Greek Monotonic

ἔμβρεφος: -ον (ἐν), όμοιος με βρέφος, βρεφικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἔμβρεφος: младенческий Anth.