ἐπαφίημι
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
English (LSJ)
A throw at, discharge at, τὰ παλτά X.Cyr.4.1.3; κεραμίδα τινί Plu.2.241b; let loose upon, πρόβατα allow them to graze, Thphr. HP8.7.4, cf. BGU1251.11 (iii/ii B.C.), etc.; τοὺς ἱππεῖς τοῖς ἱππεῦσι Plb. 11.22.8; τοὺς εὐζώνους Id.10.39.3; ἐλέφαντας ἐ. τινί Paus.1.12.3, etc.; ἐμαυτόν τισι Alciphr.1.22:—Pass., εὐθὺ τὸν λίθον ἐπαφίεσθαι Aen. Tact.32.6. 2 let in upon, ὕδωρ τῷ σίτῳ Thphr.CP2.5.5:— Pass., Jul.Or.1.30a. 3 discharge, emit, ἐ. ὑγρότητα Arist.HA 550a13; ἐ. φωνήν utter, Id.Mir.847b2.
German (Pape)
[Seite 907] (s. ἵημι), gegen Einen loslassen; παλτά, schleudern, Xen. Cyr. 4, 1, 3; ἅρματα Luc. Zeux. 9; ἐλέφαντάς τινι Paus. 1, 12, 3; τοὺς κύνας τινί, auf Einen hetzen, Schol. Ar. Vesp. 705; κεραμίδα ἐπαφῆκεν αὐτῷ, warf auf ihn, Plut. Lacaen. apophth. p. 259; ἑαυτὸν τῷ πλακοῦντι, auf den Kuchen losstürzen, Alciphr. 1, 22; – φωνήν, von sich geben, Arist. mirab. ausc. 175; – τὰς ὄψεις τινί, die Augen auf Etwas richten, Hel.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαφίημι: μέλλ. -αφήσω, ῥίπτω ἐναντίον τινός, τὰ παλτὰ ἐπαφεῖναι Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3· κεραμίδα τινὶ Πλούτ. 2. 241Β· ἀπολύω ἐναντίον τινός, τοὺς ἱππεῖς καὶ τοὺς εὐζώνους ἐπαφιέναι τοῖς ἱππεῦσι τῶν ὑπεναντίων Πολύβ. 11. 22, 8· τοὺς εὐζώνους 10. 39, 3· ἐλέφαντας, κύνας ἐπ. τινὶ Παυσ. 1. 12, 3, κτλ.· ἐπαφῆκεν ἑαυτὸν τῷ πλακοῦντι Ἀλκίφρων 1. 22. 2) ἀφίνω τι νὰ τρέξῃ εἴς τι, ὕδωρ τῷ σίτῳ Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 5. 3) ἐκβάλλω, ἐπ. ὑγρότητα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 5· ἐπ. φωνήν, ἐκπέμπειν, ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 175.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπαφήσω, v. ἵημι;
lancer contre : ἐπ. τὰ παλτά XÉN lancer les javelots ; κεραμίδα τινί PLUT lancer une brique sur qqn.
Étymologie: ἐπί, ἀφίημι.
Greek Monotonic
ἐπαφίημι: μέλ. -αφήσω, ρίχνω εναντίον, με δοτ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαφίημι: 1) пускать, бросать, метать (τὰ παλτά Xen.; τὸ δόρυ κατά τινος и κεραμίδα τινί Plut.);
2) выпускать, устремлять (τοὺς ἵππους τοῖς ἱππεῦσι Polyb.; τὰ ἅρματα Luc.);
3) испускать, выделять (ὑγρότητα μυξώδη Arst.);
4) испускать, издавать (φωνήν Arst.).