ἐπιρρέζω

From LSJ
Revision as of 20:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρέζω Medium diacritics: ἐπιρρέζω Low diacritics: επιρρέζω Capitals: ΕΠΙΡΡΕΖΩ
Transliteration A: epirrézō Transliteration B: epirrezō Transliteration C: epirrezo Beta Code: e)pirre/zw

English (LSJ)

   A offer sacrifices at a place, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται (Ion. impf.) Od.17.211.    2. sacrifice afterwards or besides, Ζηνὶ χοῖρον Theoc.24.99, cf.AP6.157 (Theodorid.); ὄϊν GDI3639a5 (Cos): abs., IG12(1).677.29 (Ialysus).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρέζω: προσφέρω θυσίας ἐπάνω εἴς τι, βωμὸς δ’ ἐφύπερθε τέτυκτο νυμφάων ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται (Ἰων. παρατ.) Ὀδ. Ρ. 211. 2) θυσιάζω μετὰ ταῦταπροσέτι, Ζηνὶ δ’ ἐπιρρέξαι... ἄρσενα χοῖρον Θεόκρ. 24. 97, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 157.

French (Bailly abrégé)

faire un sacrifice sur (un autel).
Étymologie: ἐπί, ῥέζω.

English (Autenrieth)

(ϝρέζω): only ipf. iter., επιρρέζεσκον, were wont to do sacrifice, Od. 17.211†.

Greek Monolingual

ἐπιρρέζω (Α) ρέζω
1. προσφέρω θυσία για κάτι («βωμὸς δ’ ἐφύπερθε τέτυκτο νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῑται», Ομ. Οδ.)
2. θυσιάζω κατόπιν ή επιπλέον.

Greek Monotonic

ἐπιρρέζω: Επικ. παρατ. -ρέζεσκον·
1. προσφέρω θυσίες επάνω σε κάτι, σε Ομήρ. Οδ.
2. θυσιάζω εκτός αυτού, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρέζω: 1) (на чем-л.) совершать жертвоприношение: βωμὸς ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται Hom. алтарь, на котором все путники приносили жертвы;
2) (вслед за чем-л.) приносить в жертву (Ζηνὶ χοῖρον Theocr.; ἄρνας τινί Anth.).