ζήτησις

From LSJ
Revision as of 21:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζήτησις Medium diacritics: ζήτησις Low diacritics: ζήτησις Capitals: ΖΗΤΗΣΙΣ
Transliteration A: zḗtēsis Transliteration B: zētēsis Transliteration C: zitisis Beta Code: zh/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A seeking, search for, κατ' Εὐρώπης ζήτησιν ἐκπλῶσαι Hdt.2.44; κατὰ βίου τε καὶ γῆς ζ. Id.1.94, cf. 2.54; ἀνδρὸς κατὰ ζήτησιν in quest of him, S.Tr.55; ἡ ζ. τῶν δρασάντων Th.8.66; ζ. ἐπιστήμης Pl.Tht.196d, etc.; τῆς τροφῆς Th.8.57; τῆς ἀληθείας Id.1.20.    2 searching, examining, ζήτησιν ἐποιέετο τῶν νεῶν searched the ships, Hdt.6.118, cf. Lys.12.30, Aeschin.1.43.    3 inquiry, investigation, esp. of a philosophic nature, Pl.Cra.406a, Ap.29c, al.; περὶ τῆς τοῦ παντὸς φύσεως Id.Ti.47a; ζ. τοῦ μέλλοντος διὰ ὀρνίθων ποιεῖσθαι inquire into the future by augury, Id.Phdr.244c: in pl., Id.Phd.66d, Phld.Rh.1.276S., 2.185S.    4 judicial inquiry, Din.1.10, POxy.237 vi7 (ii A.D.), etc.: pl., suits, controversies, OGI629.9 (Palmyra, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1139] ἡ, das Suchen, sowohl im eigtl. Sinne, ἀνδρός Soph. O. R. 55, τροφῆς Thuc. 8, 57, als gew. von geistigen Dingen, Untersuchung, Erwägung, ἐπιστήμης, ἡδονῆς, Plat. Theaet. 196 d Legg. II, 657 b; ζήτησιν ποιεῖσθαι, = ζητέω, Charm. 165 e u. öfter; Haussuchung veranstalten, Lys. 12, 30; von richterlichen Untersuchungen, Aesch. 1, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ζήτησις: εως ἡ, τὸ ζητεῖν, ἡ ἀναζήτησις, ἔρευνα, κατ’ Εὐρώπης ζήτησιν ἐκπλῶσαι Ἡρόδ. 2. 44· κατὰ βίου τε καὶ γῆς ζ. ὁ αὐτ. 1. 94, πρβλ. 2. 54· ἀνδρὸς κατὰ ζήτησιν, πρὸς ἀναζήτησιν..., Σοφ. Τρ. 55· ἡ ζ. τῶν δρασάντων Θουκ. 8 66· ζ. ἐπιστήμης Πλάτ. Θεαιτ. 196D, κτλ.· τῆς τροφῆς Θουκ. 8. 57· τῆς ἀληθείας ὁ αὐτ. 1. 20. 2) ἔρευνα, προσπάθεια πρὸς εὕρεσιν, ποιεῖσθαι ζήτησιν τῶν νεῶν, ἐρευνᾶν τὰ πλοῖα, Ἡρόδ. 6. 118, πρβλ. Λυσ. 122, ἐν τέλει, Αἰσχίν. 6. 45. 3) ἔρευνα, ἀνίχνευσις, ἰδίως φιλοσοφική, Πλάτ. Κρατ. 406Α, Ἀπολ. 29C, κ. ἀλλ.· περὶ τῆς τοῦ παντὸς φύσεως ὁ αὐτ. Τιμ. 47Α· ἡ τῶν ἐμφρόνων ζ. τοῦ μέλλοντος, ἡ ἔρευνα τῶν λογικῶν ὄντων περὶ τοῦ μέλλοντος, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 244C· ἐν τῷ πληθ., Φαίδωνι 66D κ. ἀλλ. 4) δικαστικὴ ἔρευνα, Δείναρχ. 91. 20· ἴδε ζητέω Ι. 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. recherche;
II. particul.
1 inspection : ποιεῖσθαι ζήτησιν τῶν νεῶν HDT faire la visite des navires;
2 recherche philosophique.
Étymologie: ζητέω.

English (Strong)

from ζητέω; a searching (properly, the act), i.e. a dispute or its theme: question.

Greek Monotonic

ζήτησις: -εως, ἡ (ζητέω),
1. αναζήτηση, ανίχνευση για κάτι, έρευνα ή εξέταση κάποιου ζητήματος, με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
2. ψάξιμο, αναζήτηση· ποιέεσθαι ζήτησιν τῶν νεῶν, αναζήτηση των πλοίων, σε Ηρόδ.
3. διερεύνηση, έρευνα, φιλοσοφικού τύπου εξέταση ή αναζήτηση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ζήτησις: εως ἡ1) поиски, отыскивание (τροφῆς Thuc.): ἀποπλώειν κατὰ βίου τε καὶ γῆς ζήτησιν Her. отплыть на поиски пропитания и места для жительства;
2) разыскивание, розыск (τῶν δρασάντων Thuc.);
3) разыскивание, рассмотрение, исследование (ἀληθείας Thuc.; ἐπιστήμης, περὶ τῆς τοῦ παντὸς φύσεως Plat.; ἡ ζ. καὶ ἡ ὅλη μέθοδος Arst.);
4) осмотр, обыск: ζήτησιν ποιεῖσθαι τῶν νεῶν Her. произвести обыск кораблей;
5) спор, ссора (στάσις καὶ ζ. NT).