καταδακρύω

From LSJ
Revision as of 11:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδακρύω Medium diacritics: καταδακρύω Low diacritics: καταδακρύω Capitals: ΚΑΤΑΔΑΚΡΥΩ
Transliteration A: katadakrýō Transliteration B: katadakryō Transliteration C: katadakryo Beta Code: katadakru/w

English (LSJ)

   A bewail, τὴν ἑαυτοῦ τύχην X.Cyr.5.4.31; τινας Id.HG 2.4.22; τινος for one, Suid.: abs., weep bitterly, E.Hel.673.(lyr.), Tim. Pers.151, Plu.Caes.41, etc.    II causal, make weep, move to tears, App.Pun.70, BC4.114.

German (Pape)

[Seite 1344] 1) beweinen; Eur. Hel. 697; τὴν τύχην Xen. Cyr. 5, 4, 31; Sp., wie Plut. Caes. 41; τινός, Suid. – 2) Jem. zu Thränen bringen, App. B. C. 4, 94 Pun. 70.

Greek (Liddell-Scott)

καταδακρύω: θρηνῶ, κλαίω, τὴν τύχην Ξεν. Κύρ. 5. 4, 31· τινος, διά τινα, Σουΐδ.· ἀπολ., κλαίω πικρῶς, Εὐρ. Ἑλ. 673, Πλουτ. Καῖσ. 41, κτλ. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, κάμνω τινὰ νὰ δακρύσῃ, κινῶ εἰς δάκρυα, Ἀππ. Καρχηδ. 70, Ἐμφυλ. 4. 94.

French (Bailly abrégé)

verser des larmes.
Étymologie: κατά, δακρύω.

Greek Monolingual

καταδακρύω (Α)
1. κλαίω πικρά («ταῡτα λέγων κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῡ τύχην», Ξεν.)
2. κάνω κάποιον να δακρύσει, συγκινώ.

Greek Monotonic

καταδακρύω: μέλ. -σω, θρηνώ, κλαίω, τὴν τύχην, σε Ξεν.· απόλ., κλαίω πικρά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καταδακρύω: 1) заливаться слезами, горько плакать Eur., Plut.;
2) оплакивать (τὴν τύχην Xen.).