μάντις
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
ὁ, gen. εως, Ion. ιος; voc. μάντῐ: pl., gen. μάντεων (written μαντειον IG12.503); dat.
A μάντεσι Thgn.545: also fem., acc. sg. μάντιδα δάφνην App.Anth.6.122; nom. pl. μάντιδες Suid.s.v. Σίβυλλα:— diviner, seer, prophet, ἀλλ' ἄγε δή τινα μ. ἐρείομεν ἢ ἱερῆα ἢ καὶ ὀνειροπόλον Il.1.62, cf. Od.17.384; μάντι κακῶν prophet of ill, Il.1.106; with the Greek armies, Simon.94, IG12.929.129: distd. from χρησμολόγος, Th.8.1; μ. ἀνήρ Pi.I.6(5).51; of Apollo, A.Ag.1202, Ch.559, Eu. 169 (lyr.); ὁ μάντις μάντιν ἐκπράξας ἐμέ, of Apollo and Cassandra, Id.Ag.1275; of the Pythian priestess, Id.Eu.29; of Amphiaraus, Id.Th. 382, etc.: c. dat. pers., ὁ Θρῃξὶ μ. E.Hec.1267 (of Dionysus), cf. Or. 363: c. acc. neut. Pron., μάντις . . οὐ καλὸς τάδε Id.Heracl.65: as fem., A.Ag. l.c., S.El.472 (lyr.), E.Med.239; μ. κόρα Pi.P.11.33. 2 metaph., presager, foreboder, μ. εἴμ' ἐσθλῶν ἀγώνων S.OC1080 (lyr.), cf.Ant.1160, A.Th.402; οὐδεὶς μ. τῶν μελλόντων S.Aj.1419 (anap.); γνώμη δ' ἀρίστη μ. E.Hel.757. 3 Adj., τοῦδε μάντεως χοροῦ of this prophetic band, dub. in S.Fr.113. II a kind of grasshopper, the praying mantis, Mantis religiosa, Theoc.10.18, Dsc.Eup.1.149. III green garden-frog, Rana arborea, so called as predicting the weather, Hsch. IV a kind of cabbage, Nic.Fr.85.7. V applied to comets, Herm. ap. Stob.1.21.9. (Deriv. from μαίνομαι by Pl.Ti.72a, 72b.)
German (Pape)
[Seite 94] εως, ion. ιος, ὁ, 1) der W ahr sag er, Prophet; μάντιν ἐρείομεν Il. 1, 62, öfter; μάντι κακῶν, Unglücksprophet, 1, 106; zu den δημιοεργοί gerechnet, neben ἰητήρ u. τέκτων, Od. 17, 384; Pind., der auch μάντις ἀνήρ vrbdt, I. 5, 49, u. es als fem. braucht, μάντιν κόραν, P. 11, 33; ὡς ὁ μάντις φησίν, οἰωνῶν βοτήρ, Aesch. Spt. 24, u. öfter in diesem Stücke von Amphiaraus. Apollon selbst, Ag. 1175, wie Ch. 552; auch μάντις ὁὐξ ὀνειράτων φόβος, 916, wie τάχ' ἂν γένοιτο μάντις ἡ 'ννοία τινί, Spt. 402; Soph. oft, μάντις οὐδεὶς τῶν καθεστώτων βροτοῖς, Ant. 1145, vgl. οὐδεὶς μάντις τῶν μελλόντων, Ai. 1398; er braucht es auch adj., τοῦδε μάντεως χοροῦ, frg. 116; fem. ist es Eur. Med. 234 Hipp. 346; auch γνώμη ἀρίστη μάντις, Mel. 763. – Auch in Prosa, Her., der οἱ μάντιες, τοὺς μάντιας sagt; καὶ χρησμολόγοι, Thuc. 8, 1; Plat. öfter, αἰνιγματωδέστερον ὡς μάντις λέγει Charm. 164 e, καὶ ἱερεῖς Legg. X, 885 d, καὶ ἐξηγηταί IX, 871 d, καὶ χρησμῳδοί Ion 534 e; er leitet es gewiß richtig von μαίνομαι ab, Tim. 72 b, denn der Seher weissagt von Gott begeistert, verzückt; auch bei Xen. bes. die aus den Eingeweiden der Opferthiere weissagen, vgl. An. 1, 7, 18. 4, 3, 18; Sp., ἀγυρτικός Plut. Lyc. 9. – 2) ἡ μ., eine Heuschrecken- od. Cicadenart, sonst καλαμαία, Theocr. 10, 18. – Auch der grüne Garten- od. Laubfrosch heißt so, als der Wetterprophet, Hesych. – Bei Nic. Ath. IX, 370 a eine Art Kohl.
Greek (Liddell-Scott)
μάντῐς: ὁ, γεν. εως, Ἰων. ιος, (περὶ τῆς, γεν. μάντηος, ἴδε ἐν λ. ἀλαός III)· κλητ. μάντῐ· πλ. δοτ. μάντεσι Θέογν. 545· - ὁ προλέγων, προφητεύων, προφήτης, ἀλλ’ ἄγε δή τινα μ. ἐρείομεν ἢ ἱερῆα ἢ καὶ ὀνειροπόλον Ἰλ. Α. 62· μάντι κακῶν αὐτόθι 106· ἐλογίζετο δὲ μεταξὺ τῶν δημιοεργῶν, ἐν οἷς οἱ ἰατροί, οἱ ἀοιδοί, οἱ τέκτονες, μάντιν ἢ ἰητῆρα κακῶν ἢ τέκτονα δούρων ἢ καὶ θέσπιν ἀοιδὸν Ὀδ. Ρ. 384· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ χρησμολόγου Θουκ. 8. 1· μ. ἀνὴρ Πινδ. Ι. 6 (5). 75· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1202, Χο. 559, Εὐμ. 169, 595, 615· ὁ μάντις μάντιν ἐκπράξας ἐμέ, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Κασσάνδρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1275· ἐπὶ τῆς Πυθίας ἱερείας, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 29· ἐπὶ τοῦ Ἀμφιαράου, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 382, κτλ.· - μετὰ δοτ. προσ., ὁ Θρῃξὶ μ. Εὐρ. Ἑκ. 1267, πρβλ. Ὀρ. 363· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., μάντις... οὐ καλὸς τάδε ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 65· - ὡσαύτως ὡς θηλ., Αἰσχύλ. (ἴδε ἀνωτ.), Σοφ. Ἠλ. 472, Θουκ. 3. 20, Εὐρ. Μήδ. 239· μ. κόρα Πινδ. Π. 11. 49. 2) μεταφορ., ὁ προλέγων, προμηνύων, μ. εἴμ’ ἐσθλῶν ἀγώνων, ἔχω τὸ προαίσθημα νίκης ἐν τῷ ἀγῶνι, Σοφ. Ο. Κ. 1080, πρβλ. Ἀντ. 1160, Αἰσχύλ. Θήβ. 402· οὐδεὶς μ. τῶν μελλόντων Σοφ. Αἴ. 1419. 3) ὡς ἐπίθ., τοῦδε μάντεως χοροῦ, τοῦ προφητικοῦ τούτου ὁμίλου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 116. II. εἶδος ἀκρίδος ἐχούσης τοὺς προσθίους πόδας μακροὺς καὶ ἰσχνοὺς καὶ συνεχῶς κινουμένους, ἴσως ἡ Mantis religiosa Λατ., ὡσαύτως καλαμαία, καλαμῖτις, ἴδε Θεόκρ. 10. 18, Νικ. παρ’ Ἀθην. 370Α. III. ὁ ἐν τοῖς κήποις βάτραχος, Rana arborea, καλούμενος οὕτως ὡς προαγγέλλων τὰς μεταβολὰς τοῦ καιροῦ, Ἡσύχ. (Ἡ ἐτυμολογία ἐκ τῆς √ΜΑΝ, μαίνομαι εἶναι ἀρχαία, διότι εὕρηται ἐν Πλάτ. Τιμ. 72Β, ἔνθα διακρίνονται οἱ μάντεις ἀπὸ τῶν προφητῶν, καθ’ ὅσον οἱ μὲν μάντεις ἐξέφερον χρησμοὺς ἐν καταστάσει μανίας θείας ἢ ἐμπνεύσεως ὄντες, οἱ δὲ προφῆται ἦσαν οἱ ἑρμηνευταὶ τῶν χρησμῶν ἐκείνων, πρβλ. προφήτης, μανία 2. Ἡ √ΜΑΝ εἶναι ἐκτεταμένος τύπος τῆς ῥίζης, ΜΑ, ἴδε ἐν λ. *μάω· - ἴσως λοιπὸν τὸ μάντις εἶναι ταὐτὸν τῷ Λατ. vates, πρβλ. μαλλός, villus).
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
devin, prophète ou prophétesse.
Étymologie: R. Μαν, être inspiré ; cf. μανία.
English (Autenrieth)
ιος (μάντηος, Od. 10.493): seer, prophet, expounder of omens, which were drawn from the flight of birds, from dreams, and from sacrifices. Seers celebrated by Homer are Tiresias, Calchas, Melampus, Theoclymenus.
English (Slater)
μάντις (ὁ, ἡ.) (-ις, -ιν, -ιες, -ίων.)
1 prophet(ess) (αἶνος), ὃν Ἄδραστος μάντιν Οἰκλείδαν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ (O. 6.13) “ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι Amphiareus (O. 6.17) περὶ θνατῶν δ' ἔσσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον Iamos (O. 6.50) Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου (O. 8.2) ἐπιχώριον μάντιν ἄσμενος εὗρεν Polyidos (O. 13.74) μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς Μόψος (P. 4.190) Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον (Hermann: μαντείων, -εῖον codd.) (P. 11.6) μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν Kassandra (P. 11.33) μάντιν Οἰκλείδαν, πολέμοιο νέφος Amphiareus (N. 10.9) εἶπέν τε φωνήσαις ἅτε μάντις ἀνήρ Herakles (I. 6.51) ναοπόλον μάντιν δαπέδοισιν ὁμοκλέα Teneros fr. 51d. κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος (Pae. 8.13) Δελφοὶ θεμίστων μάντιες Ἀπολλωνίδαι (ὕμνων post θεμ. del. Heyne) fr. 192. ἐναργέα τ' ἔμ ὥστε μάντιν οὐ λανθάνει (v. fr. 150.) fr. 75. 13. μάντις ὡς τελέσσω ἱεραπόλος Παρθ. 1. 5.
Spanish
Greek Monolingual
ο, η (AM μάντις, -εως, Α ιων. γεν. -ιος)
βλ. μάντης.
Greek Monotonic
μάντῐς: ὁ, γεν. -εως, Ιων. -ιος και -ηος, κλητ. μάντῐ, δοτ. πληθ. μάντεσι (μαίνομαι)·
I. 1. αυτός που δίνει χρησμούς, που προβλέπει τα μελλούμενα, προφήτης, σε Όμηρ., κ.λπ.· ως θηλ., η προφήτις, σε Τραγ., Θουκ.
2. μεταφ., οιωνοσκόπος, προφήτης, σε Σοφ.
II. είδος ακρίδας, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
μάντις: εως ἡ зоол. кузнечик или богомол (Mantis religiosa) Theocr.
εως, ион. ιος ὁ и ἡ (ῐο, иногда ῑο) прорицатель(ница), предсказатель(ница) (μάντεις καὶ χρησμολόγοι Thuc.; οἱ μάντεις πῶς ἀμφίβολα λέγουσιν Arst.): οὐδεὶς μ. τῶν μελλόντων Soph. никто не может предсказать грядущее.