μαργαίνω
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
(μάργος) only in pres.,
A rage furiously, μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ' ἀθανάτοισι θεοῖσι Il.5.882; σύες ἐπὶ φορυτῷ μαργαίνουσιν are madly greedy after... Democr.147: abs., μαργαίνοντι χαριζόμενος βασιλῆϊ Coluth.198.
Greek (Liddell-Scott)
μαργαίνω: (μάργος) ὡς τὸ μαργάω, μαίνομαι, μανιωδῶς φέρομαι, ἀκράτως ὁρμῶ, μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ’ ἀθανάτοισι θεοῖσι Ἰλ. Ε. 882· συσὶν ἐπὶ φορυτῷ μαργαινούσαις, μανιωδῶς λαιμάργοις διά..., Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 129Α· ἀπολ., μαργαίνοντι χαριζόμενος βασιλῆι Κόλουθ. 195. Ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. μαργάω.
English (Autenrieth)
(μάργος): rage madly or wildly, Il. 5.882†.
Greek Monolingual
μαργαίνω (Α) μάργος
(μόνον στον ενεστ.) μαίνομαι εναντίον κάποιου, συμπεριφέρομαι με μανία, ορμώ ασυγκράτητα («μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ' ἀθανάτοισι θεοῑσι», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
μαργαίνω: (μάργος), μόνο στον ενεστ., μανιάζω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
μαργαίνω: (только praes.) неистовствовать, бешено нападать, яростно устремляться (ἐπί τινι Hom., Democr. ap. Plut.).