μετάθεσις

From LSJ
Revision as of 23:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάθεσις Medium diacritics: μετάθεσις Low diacritics: μετάθεσις Capitals: ΜΕΤΑΘΕΣΙΣ
Transliteration A: metáthesis Transliteration B: metathesis Transliteration C: metathesis Beta Code: meta/qesis

English (LSJ)

εως, ἡ, (μετατίθημι)

   A change of position, transposition, Arist.Metaph.1024a4; μεταθέσεις ἐξ ἕδρας ἀτόμων Epicur.Fr.61; ἡ τῶν ῥημάτων μ. D.24.84, cf. D.S.1.23; τοῦ ἀναβαθμοῦ PSI5.546 (iii B. C.); τοῦ ἐμβρύου Sor.2.60; couching of a cataract, Gal.10.990.    2 generally, change, θεὸς οὐδεμίαν ἐπιδεχόμενος μ. Arist.Mu. 400b29; μ. ἐκ τῆς οἰκείας φύσεως Phld.Rh.1.216 S.; νόμου μ. Ep.Hebr. 7.12; esp. change of sides or opinions, ἐπὶ τὸ βέλτιον Plb.1.35.7, cf. Porph.Abst.1.2, etc. (hence, amendment, τῶν ἡμαρτημένων Plb.5.11. 5); ἐκ μεταθέσεως Id.30.20.2; going over, πρός τινα Id.5.86.8.    3 exchange, barter, Id.10.1.8 (pl.).    4 Gramm., change of a letter, A.D.Pron.51.5, al., EM795.34; also, metathesis, transposition of letters, as κραδίη for καρδία, Trypho Pass.4, Apollon.Lex. s.v. ἀγλαά.    5 plagiarism, opp. μίμησις, Demetr.Eloc.112.    II power or right of changing sides, Th.5.29.

German (Pape)

[Seite 146] ἡ, das Umsetzen, die Umstellung, τῶν ῥημάτων, Din. 24, 84 u. oft bei den Rhett.; auch das Uebertreten zu einer andern Partei, ὴ μετάθεσις πρός τινα, Pol. 5, 26, 8; die Veränderung übh., Sinnesänderung, ἐκ μεταθέσεως, 30, 18, 2; ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον μετ., 1, 35, 7; dah. Verbesserung, ἁμαρτημάτων, 5, 11, 5; – von Waaren, der Umsatz, 10, 1, 8. – Bei Plut. frat. amor. 9 ὀνομάτων μετ., eine Art Euphemismus, wenn man z. B. für ῥᾳθυμία ἁπλότης sagt. – Bei Gramm. Buchstabenversetzung.

Greek (Liddell-Scott)

μετάθεσις: ἡ, (μετατίθημι) μεταβολὴ θέσεως, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 26, 4· ἡ μ. τῶν ῥημάτων Δημ. 727. 10, πρβλ. Διόδ. 1. 12. 2) μεταβολὴ φρονήματος ἢ γνώμης, ἐπὶ τὸ βέλτιον Πολύβ. 1. 35, 7 (ἐντεῦθεν καὶ, διόρθωσις, τῶν ἡμαρτημένων ὁ αὐτ. 5. 11, 5)· ἐκ μεταθέσεως ὁ αὐτ. 30. 18, 2· προσχώρησις, προς τινα ὁ αὐτ. 5. 86, 8. 3) ἀλλαγή, ἀνταλλαγή, ὁ αὐτ. 10. 1, 8. 4) παρὰ Γραμμ., ἀλλαγὴ τῆς θέσεως τῶν γραμμάτων, ὡς κραδίη, ἀντὶ καρδία. ΙΙ. ἡ ἐξουσία ἢ τὸ δικαίωμα τοῦ μεταβάλλειν μέρος, Θουκ. 5. 29.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 transport;
2 échange de marchandises.
Étymologie: μετατίθημι.

English (Strong)

from μετατίθημι; transposition, i.e. transferral (to heaven), disestablishment (of a law): change, removing, translation.

English (Thayer)

μεταθέσεως, ἡ (μετατίθημι);
1. a transfer: from one place to another (Diodorus 1,23); τίνος (genitive of the object), the translation of a person to heaven, change (of things instituted or established, as ἱερωσύνης, νόμου): τῶν σαλευομένων, Thucydides 5,29; Aristotle, Piut.)

Greek Monotonic

μετάθεσις: ἡ,
I. 1. αλλαγή θέσης, σε Δημ.
2. αλλαγή απόψεως ή φρονημάτων, τροποποίηση, σε Πολύβ.
II. η δύναμη της αλλαγής, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετάθεσις: εως ἡ1) перемещение, перестановка (ταῦτα, ὅσων ἡ φύσις ἡ αὐτὴ μένει τῇ μεταθέσει Arst.);
2) грам. метатез(ис), перестановка букв (напр. καρδία > κραδίη);
3) смена, перемена (ἐπὶ τὸ βέλτιον Polyb.): ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μ. γίνεται погов. NT по нужде и закону перемена бывает; замена (ὀνομάτων Plut.);
4) мена, торговый обмен, товарооборот (ἀλλαγαὶ καὶ μεταθέσεις οἷον ἐμπορίῳ Polyb.);
5) устранение, исправление (τον ἁμαρτημάτων Polyb.);
6) юр. право внесения изменений: γεγράφθαι τὴν μετάθεσιν Thuc. (право) внести изменения (в договор);
7) переход (ἡ μ. πρός τινα Polyb.).