νιφετώδης

From LSJ
Revision as of 00:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῐφετώδης Medium diacritics: νιφετώδης Low diacritics: νιφετώδης Capitals: ΝΙΦΕΤΩΔΗΣ
Transliteration A: niphetṓdēs Transliteration B: niphetōdēs Transliteration C: nifetodis Beta Code: nifetw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A snowy, [ἄνεμος] Arist. Mete.364b21; ἡμέρα, νύξ, Plb.3.72.3, Plu.Crass.10; ἀέρες Str.4.5.2.

Greek (Liddell-Scott)

νῐφετώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς νιφετόν, χιονώδης, «χιονιᾶς», ἄνεμος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 20, πρβλ. Πολύβ. 3. 72, 3, Πλουτ. Κράσσ. 10.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
neigeux.
Étymologie: νιφετός, -ώδης.

Greek Monolingual

νιφετώδης, -ῶδες (Α) νιφετός
αυτός που μοιάζει με νιφετό ή ο γεμάτος χιόνι, χιονώδης («ἔπομβροι δ' εἰσὶ οἱ ἀέρες μᾱλλον ἢ νιφετώδεις», Στράβ.).

Greek Monotonic

νῐφετώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με χιόνι ή χιονοθύελλα, χιονώδης, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

νῐφετώδης: снежный, со снегом (ἄνεμος Arst.; ἡμέρα Polyb.; νύξ Plut.).