πατροφόντης
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ου, ὁ, = foreg., S.OT 1441 : fem.,
A τῆς π. μητρός Id.Tr.1125.
German (Pape)
[Seite 537] ὁ, = πατροφονεύς, Soph. O. R. 1441; als fem. braucht er es Trach. 1125, τῆς πατροφόντου μητρός, Poll. 3, 13 erklärt das Wort für poetisch, doch findet es sich bei K. S.
Greek (Liddell-Scott)
πατροφόντης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Σοφ. Ο. Τ. 1441· ὡς θηλ., τῆς π. μητρὸς ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1125· - ποιητ. λέξ.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
c. πατροφόνος.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
πατροφόνος (α. «τὸν πατροφόντην, τὸν ἀσεβη μ' ἀπολλύναι», Σοφ.
β. «τῆς πατροφόντου μητρός», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φόντης (< θείνω «φονεύω» κατ' επίδραση του φόνος), πρβλ. μητρο-φόντης.
Greek Monotonic
πατροφόντης: -ου, ὁ, ἡ, = το επόμ., σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατροφόντης -ου [πατροφόνος] vader vermoordend:. παρεμνήσω... τῆς πατροφόντου μητρός; had jij het over je moeder die je vader vermoordde? Soph. Tr. 1125.