πολυμισής

From LSJ
Revision as of 10:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμῑσής Medium diacritics: πολυμισής Low diacritics: πολυμισής Capitals: ΠΟΛΥΜΙΣΗΣ
Transliteration A: polymisḗs Transliteration B: polymisēs Transliteration C: polymisis Beta Code: polumish/s

English (LSJ)

ές,

   A much-hating, Luc.Pisc.20.

German (Pape)

[Seite 666] ές, viel gehaßt, Luc. Pisc. 20.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμισής: -ές, ὁ μισῶν πολλὰ πράγματα, Ἡράκλεις, πολυμισῆ τινα μέτει τὴν τέχνην Λουκ. Ἁλιεὺς 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 323.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait odieux.
Étymologie: πολύς, μῖσος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που μισεί πολλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μισής (< μίσος), πρβλ. παντο-μισής].

Greek Monotonic

πολῠμῑσής: -ές (μῖσος), αυτός που μισεί πολύ, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμισής -ές [πολύς, μῖσος] vol haat.