πότα

From LSJ
Revision as of 13:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

German (Pape)

[Seite 688] äol. statt πότε, wie ὅτα statt ὅτε.

Greek (Liddell-Scott)

πότα: Αἰολ. ἀντὶ τοῦ πότε, ὡς ὅτα ἀντὶ ὅτε.

French (Bailly abrégé)

éol. c. πότε.

Greek Monolingual

Α
(ακλ. τ.) βλ. πότε.

Greek Monotonic

πότα: Αιολ. αντί πότε.

Russian (Dvoretsky)

πότα: adv. эол. = πότε.