Πυλαγόρας
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ου, ὁ, (Πύλαι, ἀγείρω)
A delegate sent to the Amphictyonic Council at Pylae, ἥκειν . . φασι τοὺς Πυλαγόρας Ar.Fr.322:—also Πυλᾱγόρος or Πυλάγορος, Hdt.7.214, D.18.149 (v.l. -γόρας), Decr. Amphict.ib.154, Aeschin.3.113,114 (v.l. -γόρας), 122, al., Str.9.3.7 (both forms); II διὰ βίου SIG795 B 5 (Delph., i A.D.); cf. Πυληγόρος.
Greek (Liddell-Scott)
Πῠλᾰγόρᾱς: -ου, ὁ, (Πύλαι, ἀγείρω), ὁ πεμπόμενος ὡς ῥήτωρ εἰς τὸ ἐν Πύλαις Ἀμφικτυονικὸν συνέδριον, ἀπεσταλμένος ἢ ἀντιπρόσωπος Ἑλληνικῆς τινος πολιτείας πρὸς τὸ συνέδριον τοῦτο (ἐξ Ἀθηνῶν ἐπέμποντο τρεῖς Πυλαγόραι, οἵτινες μετὰ τοῦ Ἱερομνήμονος ἀπετέλουν τὴν Ἀθηναϊκὴν ἀποστολήν), Δημ. 277. 1, Αἰσχίν. 69. 31, Στράβ. 420· ἥκειν... φασι τοὺς Πυλαγόρας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 306. - Ὁ παλαιότερος τύπος εἶναι Πυλαγόρος (ἢ μᾶλλον Πυληγόρος), Ἡρόδ. 7. 213, 214 καὶ οὕτω παρὰ Δημ. 278. 19, 26, Αἰσχίν. 71. 9 καὶ 25. - Πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 14.
Greek Monotonic
Πῠλᾱγόρας: -ου, ὁ (Πύλαι, ἀγείρω), αυτός που πέμπεται ως ρήτορας στις Πύλες (Πύλαι), όπου γινόταν το αμφικτυονικό συνέδριο, απεσταλμένος ή αντιπρόσωπος ελληνικής πόλης στο συνέδριο, σε Δημ., Αισχίν.