σύμφυτος

From LSJ
Revision as of 04:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφῠτος Medium diacritics: σύμφυτος Low diacritics: σύμφυτος Capitals: ΣΥΜΦΥΤΟΣ
Transliteration A: sýmphytos Transliteration B: symphytos Transliteration C: symfytos Beta Code: su/mfutos

English (LSJ)

ον,

   A born with one, congenital, innate, ἀρετά Pi.I.3.14; κακόν, ἐπιθυμία, Pl.R.609a, Plt.272e; of diseases, Hp.Coac.502; βλάβαι καὶ διαφθοραὶ τοῦ σώματος Gal.6.3; natural, τῶν σιτίων ἔνια ἔχει γλυκύτητα σ. ib.475, cf. 731; σ. ἐχούσης ὑγρότητα τῆς γλώττης Id.16.508; σ. αἰών our natural age, i.e. our old age (acc. to the Sch.), A.Ag.107 (lyr.); νεικέων τέκτονα σ. the natural author of strife, i.e. a cause of strife natural to the race, ib.152 (lyr.); εἰς τὸ σ. according to one's nature, E.Andr.954; ὕδωρ σ. ἐν γάλακτι, opp. ἐπακτόν, Arist.Mete.382b12; τὸ μιμεῖσθαι σ. τοῖς ἀνθρώποις Id.Po.1448b5; σ. [πνεῦμα], i.e. the vital spirit, Id.Spir. 482a8; σ. ὑγρὸν καὶ θερμόν (in a seed) Thphr.HP1.11.1; πρῶτον ἀγαθὸν καὶ σύμφυτον ἡδονή Epicur.Ep.3p.63U.; τὰ σ. natural functions or parts, Arist.GA753a17, Ph.253a12.    2 c. dat., natural to, σ. αὐτοῖς δειλία Lys.10.28; ἀϋδρία τισὶ τόποις σ. Pl.Lg.844b; τὰ ὑγρὰ σ. τοῖς ζῴοις, opp. τὰ ὑστερογενῆ (such as milk), Arist.HA521b17, cf. Thphr.Sens.1,16.    3 c. gen., [τῶν φθόγγων] σ. ἡδοναί Pl.Phlb. 51d; εὐβουλία ἀρετὴ λογισμοῦ σ. Id.Def.413c: cf. συγγενής, σύγγονος.    4 like by nature, cognate, kindred, Id.Phlb.16c.    II grown together, διάστασις τῶν σ. μερῶν Arist.Top.145b3; σ. τῷ Χιτῶνι Id.HA557b18; ἐγκεφάλου σκέπασμα σ. μὲν οὐκέτι, πολλαχόθι μέντοι συμφυές Gal. UP8.9; σ. ἐμποιεῖν τινί τι Pl.Phd.81c; united, Id.Phdr. 246a, Ep.Rom.6.5; of qualities in relation to matter, ὕλη . . λαβοῦσα ποιότητας . . καὶ οἷον συμφύτους αὐτὰς ἔχουσα καὶ συγκεκραμένας ἀλλήλαις Plot.3.6.8, cf. 3.6.11.    III thickly wooded, Plb.1.74.6, D.C. 40.29.    2 fully cultivated, ἀμπελὼν σ. PGrenf.2.28.7 (ii B.C.), PLips.1.5 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 993] mitgewachsen, angeboren; ἀρετά, Pind. I. 3, 14; αἰών, Aesch. Ag. 107; verwandt, 148; Eur. Andr. 955; von Natur eigen, ἐπιθυμία, Plat. Polit. 272 e; ἡδονὴν αὐτοῖς ξύμφυτον ἀπονέμοντες, Critia. 116 b, u. öfter; ξύμφυτος αὐτοῖς δειλία, Lys. 10, 28; – zusammengewachsen, zugewachsen, zugetheilt.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφῠτος: -ον, (συμφύω) ὁ φυεὶς μετά τινος, φυσικός, ἔμφυτος, ἀρετὰ Πινδ. Ι. 3. 33· κακόν, πονηρία, ἐπιθυμία Πλάτ. Πολ. 609Α, Πολιτ. 272Ε, κτλ.· σ. αἰών, ἡ φυσικὴ ἡμῶν ἡλικία, δηλ. ἡ γεροντικὴ (κατὰ τὸν Σχολ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 107· (ἀλλ’ ἴδε τοὺς ἑρμηνευτάς)· νεικέων σ. τέκτων, ὁ φυσικὸς πρωταίτιος τῆς ἔριδος, δηλ. αἰτία ἔριδος φυσικὴ εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος, αὐτόθι 152 (καὶ ἐνταῦθα οἱ ἑρμηνευταὶ διαφωνοῦσιν)· ἐς τὸ σ., κατὰ τὴν φύσιν τινός, Εὐρ. Ἀνδρ. 954· σ. ὕδωρ ἐν γάλακτι, ἀντίθ. τῷ ἐπακτόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 6· τὸ μιμεῖσθαι σ. τοῖς ἀνθρώποις ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 4. 2· ― τὰ σύμφυτα, φυσικαὶ ἰδιότητες ἢ ποιότητες, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 15, Φυσ. 8. 2, 8· πρβλ. π. Πνεύμ. 2. 9, κἑξ. 2) μετὰ δοτ., ἔμφυτος εἴς τινα, σ. δειλία τινὶ Λυσί. 118. 31· ἀϋδρίᾳ σ. τόποις τισὶ Πλάτ. Νόμ. 844Α, τὰ ὑγρὰ σ. τοῖς ζῴοις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑστερογενῆ (οἷον τὸ γάλα), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 2· σ. ἐμποιεῖν τινί τι Πλάτ. Φαίδων 81C. 3) μετὰ γεν., ἡδοναὶ ξ. τῶν φθόγγων ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 51D· ἀρετὴ λογισμοῦ ξ. ὁ αὐτ. ἐν Ὅροις 413C· πρβλ. συγγενής, σύγγονος. 4) ὅμοιος ἐκ φύσεως, ἔμφυτος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 246Α, πρβλ. Φίληβ. 16C. ΙΙ. ὁ ὁμοῦ ηὐξημένος, διάστασις τῶν σ. μερῶν Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 20, κἑξ.· σ. τῷ χιτῶνι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 4. ― Πρβλ. συμφυής.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 né avec ; inné, naturel à, gén. ou dat.;
2 de même nature, de même sorte.
Étymologie: συμφύω.

English (Slater)

σύμφυτος, -ον
   1 inbred ἀνδρῶν δ' ἀτρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (I. 3.14)

English (Strong)

from σύν and a derivative of φύω; grown along with (connate), i.e. (figuratively) closely united to: planted together.

English (Thayer)

συμφυτον (συμφύω), planted together (Vulg. complantatus); born together with, of joint origin, i. e.
1. connate, congenital, innate, implanted by birth or nature (Pindar, Plato, Aeschylus, Aeschines, Aristotle, Philo de Abrah. § 31at the beginning; Josephus (as, contra Apion 1,8, 5)).
2. grown together, united with (Theophrastus, de caus. plant. 5,5, 2); kindred (Plato, Phaedr., p. 246a.): εἰ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλά καί (namely, τῷ ὁμοιώματι (others supply Χριστῷ, and take the ὁμοιώματι a dative of respect; for yet another construction of the second clause cf. Buttmann, § 132,23)) τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα, if we have become united with the likeness of his death (which likeness consists in the fact that in the death of Christ our former corruption and wickedness has been slain and been buried in Christ's tomb), i. e. if it is part and parcel of the very nature of a genuine Christian to be utterly dead to sin, we shall be united also with the likeness of his resurrection i. e. our intimate fellowship with his return to life will show itself in a new life consecrated to God, Romans 6:5.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμφυτος, -ον, ΝΑ συμφύω, -ομαι]
1. έμφυτος, συμφυής, εγγενής
2. φυσικός («τὸ μιμεῑσθαι σύμφυτον τοῑς ἀνθρώποις», Αριστοτ.)
3. (για ασθένεια) συγγενής
4. το ουδ. ως ουσ. το σύμφυτο
α) η ιδιότητα του συμφυούς
β) βοτ. ονομασία φυτού
νεοελλ.
βοτ. το ουδ. ως ουσ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βοραγινίδες
αρχ.
1. συγγενικός
2. ενωμένος
3. πυκνός, δασώδης
4. (για αγρό) πλήρως καλλιεργημένος ή πυκνά φυτευμένος («ἀμπελὼν σύμφυτος», πάπ.)
5. το ουδ. ως ουσ. α) το φυτό ελένιο
β) το φυτό γλυκόριζα
6. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σύμφυτα
οι φυσικές ιδιότητες ή ποιότητες
7. φρ. α) «σύμφυτον πνεῡμα» — ζωικό πνεύμα (Αριστοτ.)
β) «ἐς τὸ σύμφυτον» — σύμφωνα με την φύση
γ) «σύμφυτος αἰών» — η φυσική ηλικία (Αισχύλ.)
δ) «νεικέων σύμφυτος τέκτων» — η φυσική αιτία έριδας στους ανθρώπους (Αισχύλ.)
ε) «σύμφυτον ἐμποιῶ τινί τι» — καθιστώ κάτι συμφυὲς με κάτι άλλο (Πλάτ.)
στ) «σύμφυτον πετραῑον» — είδος ποώδους φυτού (Διοσκ.).

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμφυτος, -ον, ΝΑ συμφύω, -ομαι]
1. έμφυτος, συμφυής, εγγενής
2. φυσικός («τὸ μιμεῑσθαι σύμφυτον τοῑς ἀνθρώποις», Αριστοτ.)
3. (για ασθένεια) συγγενής
4. το ουδ. ως ουσ. το σύμφυτο
α) η ιδιότητα του συμφυούς
β) βοτ. ονομασία φυτού
νεοελλ.
βοτ. το ουδ. ως ουσ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βοραγινίδες
αρχ.
1. συγγενικός
2. ενωμένος
3. πυκνός, δασώδης
4. (για αγρό) πλήρως καλλιεργημένος ή πυκνά φυτευμένος («ἀμπελὼν σύμφυτος», πάπ.)
5. το ουδ. ως ουσ. α) το φυτό ελένιο
β) το φυτό γλυκόριζα
6. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σύμφυτα
οι φυσικές ιδιότητες ή ποιότητες
7. φρ. α) «σύμφυτον πνεῡμα» — ζωικό πνεύμα (Αριστοτ.)
β) «ἐς τὸ σύμφυτον» — σύμφωνα με την φύση
γ) «σύμφυτος αἰών» — η φυσική ηλικία (Αισχύλ.)
δ) «νεικέων σύμφυτος τέκτων» — η φυσική αιτία έριδας στους ανθρώπους (Αισχύλ.)
ε) «σύμφυτον ἐμποιῶ τινί τι» — καθιστώ κάτι συμφυὲς με κάτι άλλο (Πλάτ.)
στ) «σύμφυτον πετραῑον» — είδος ποώδους φυτού (Διοσκ.).

Greek Monotonic

σύμφῠτος: -ον (συμφύομαι)·
1. αυτός που έχει γεννηθεί μαζί με κάποιον, εκ γενετής, σύμφυτος, εγγενής, έμφυτος, φυσικός, συμφυής, αυτός που ενυπάρχει, σε Πίνδ., Πλάτ.· σύμφυτος αἰών, η βιολογική μας ηλικία, δηλ. η γεροντική, σε Αισχύλ.· νεικέων σύμφυτος τέκτων, φυσικός πρωταίτιος της έριδας, δηλ. η αιτία για φιλονεικία που ενυπάρχει στο ανθρώπινο γένος, στο ίδ.· ἐς τὸ σύμφυτον, σύμφωνα με τη φύση κάποιου, σε Ευρ.
2. με δοτ., έμφυτος, σε κάποιον, σε Λυσ.

Russian (Dvoretsky)

σύμφῠτος: 1) природный, свойственный по природе врожденный, (πονηρία Plat.; δειλία Lys.): σ. τινι и τινος Plat. свойственный кому(чему)-л.; ἀϋδρία τόποις τισί ξ. Plat. присущая некоторым местностям безводность;
2) сросшийся (τὰ μέρη Arst.): σ. τινι Arst. сросшийся с чем-л.; πέρας καὶ ἀπειρίαν ἐν αὑτῷ ξύμφυτον ἔχειν Plat. соединять в себе конечное с бесконечным;
3) однородный (δύναμις Plat.): σύμφυτοι τῷ ὁμοιώματί τινος NT сходные по природе в чем-л.