συναπόδημοι

From LSJ
Revision as of 01:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπόδημοι Medium diacritics: συναπόδημοι Low diacritics: συναπόδημοι Capitals: ΣΥΝΑΠΟΔΗΜΟΙ
Transliteration A: synapódēmoi Transliteration B: synapodēmoi Transliteration C: synapodimoi Beta Code: sunapo/dhmoi

English (LSJ)

οἱ,

   A those who go abroad together, Arist.Pol.1263a17, OGI196.5 (Philae): sg. of one who accompanies an Emperor, Lat. comes, σ. τοῦ . . αὐτοκράτορος Ephes.3 No.29.

Greek (Liddell-Scott)

συναπόδημοι: οἱ, οἱ συναποδημοῦντες, οἱ ἐν τῇ ξένῃ ὁμοῦ διαμένοντες, αἱ τῶν συναποδημούντων κοινωνίαι Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 4931.

Greek Monotonic

συναπόδημοι: οἱ, αυτοί που ζουν μακριά από τον τόπο τους, μετανάστες, σε Αριστ.

Middle Liddell

συν-απόδημοι, οἱ,
those who live abroad together, Arist.