τρίς
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
Adv. of τρεῖς (q. v.),
A thrice, three times, τ. τόσσα thrice as much or many, Il.1.213, cf. 5.136; δὶς καὶ τ. Thgn.633, S.Aj.433, etc.; δὶς ἢ τ. Ar.Pax1181 (troch.); τ. τετράκι τε Pi.N.7.104; ἐς τ. thrice, Id.O.2.68, Hdt.1.86, 5.105, GDI iv p.884 (Erythrae, iv B. C.), Theoc. 1.25, 2.43; ἐπὶ τρίς thrice, Act.Ap.10.16, 11.10, Dsc.Eup.2.19; freq. used merely to intensify the notion, τ. λελουμένη Eub.102, etc.; esp. in compds., such as τρισάθλιος, τρίσμακαρ, etc., cf. τρι-, τριάζω, τρικυμία; but such words may sts. be written divisim, τρὶς ἄθλιος, etc.: prov., τ. ἓξ βαλεῖν throw thrice six (the highest throw, there being three dice), A.Ag.33, cf. Pl.Lg.968e; τρὶς ἓξ νικητήριος βόλος App. Prov.4.99; ἢ τ. ἓξ ἢ τρεῖς κύβοι Pherecr.124. [ῐ: in Hes.Op.173 long by position before (ϝ) έτεος.] (I.-E. tris, cf. Skt. tris, Lat. ter.)
German (Pape)
[Seite 1146] adv. von τρεῖς, dreimal; oft bei Hom. u. Hes.; τρὶς τόσον, dreimal so viel, Il. 5, 136 u. öfter; ἐς τρίς, zu drei Malen, Her. 1, 86; Eur. Hipp. 46; τρὶς ἑξ βάλλειν, dreimal sechs werfen, d. i. den höchsten Wurf im Würfelspiel werfen, d. i. übh. Glück haben, siegen, Aesch. Ag. 33. – Oft ist es der Ausdruck einer allgemeinen oder unbestimmten Vielheit und steigert bes. in Compositis den Begriff des Simplex, wie τρισάθλιος, τρίσμακαρ. – [Bei Hes. O. 175 ist ι in der ersten Vershebung lang gebraucht.]
Greek (Liddell-Scott)
τρίς: Ἐπίρρ. τοῦ τρεῖς (ὃ ἴδε), τρεῖς φοράς, Λατ. ter, Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· τρὶς τόσος Ἰλ. Α. 213, κλπ.· τρὶς τόσον Ε. 136· δὶς καὶ τρὶς Θέογν. 633, Σοφ. Αἴ. 433, κλπ.· δὶς ἢ τρὶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1181· τρὶς τετράκι τε Πινδ. Ν. 7. 153· ἐς τρίς, «ἕως τρεῖς φοράς», Ἡρόδ. 1. 86, 5, 105., Πινδ. Ο. 2. 123, καὶ Ἀττ.· ἐπὶ τρὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 1122. 9. Ἀλλὰ συχνάκις κεῖται ἁπλῶς εἰς ἐνίσχυσιν τῆς ἐννοίας, τρὶς λελουμένη Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 6, κλπ.· μάλιστα ἐν τοῖς συνθέτοις, οἷον τρισάθλιος, τρίσμακαρ, ὡς τὸ Λατιν. ter beatus, τρισευδαίμων· ἴδε πολλὰς τῶν ἑπομένων λέξεων καὶ πρβλ. τρι-, τριάζω, τρικυμία· νεώτεροι ὅμως ἐκδόται γράφουσι πολλὰ τῶν συνθέτων τούτων διῃρημένως, τρὶς ἄθλιος, τρὶς κακοδαίμων, τρὶς μάκαρ. - Παροιμ., τρὶς ἓξ βάλλειν, δηλ. ἐπιτυγχάνειν τοῦ ἀρίστου βόλου (ὑπαρχόντων τριῶν κύβων), ὅθεν ἁπλῶς, κερδαίνω, εἶμαι τυχηρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 33, ἔνθα ἴδε Blomf., πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 968Ε· τρὶς ἕξ νικητήριος βόλος Παροιμιογρ.· ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῖς κύβοι, «ἡ παροιμία παρὰ Φερεκρ. ἐν τοῖς Μυρμηκανθρώποις. κεῖται δὲ ἐπὶ τῶν ἀποκινδυνευόντων. τὸ μὲν γὰρ ἓξ τὴν παντελῆ νίκην δηλοῖ, τὸ δὲ τρεῖς κύβοι τὴν ἧτταν» Ζηνόβ. IV, 23. [ῐ· ὁ Ἡσ. ἐν Ἔργ. καὶ Ἡμ. 172 ἔχει ῑ ἐν ἄρσει, ἐν ἀρχῇ στίχου].
French (Bailly abrégé)
adv.
trois fois : ἐς τρίς jusqu’à trois fois, par trois fois ; τρὶς ἓξ βάλλειν ESCHL jeter, càd amener trois fois le six au jeu de dés, càd être très heureux.
Étymologie: τρεῖς.
English (Autenrieth)
English (Slater)
τρίς (cf. ἐστρίς.)
1 thrice Αἰγίνᾳ τε γὰρ φαμὶ Νίσου τ' ἐν λόφῳ τρὶς δὴ πόλιν τάνδ εὐκλείξαι (P. 9.91) ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει (N. 7.104) τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (N. 10.27) —8.
Spanish
English (Strong)
adverb from τρεῖς; three times: three times, thrice.
English (Thayer)
(τρεῖς), adverb, thrice: ἐπί τρίς (see ἐπί, C. I:2d., p. 235a bottom), Homer down.)
Greek Monolingual
τρίς, ΝΜΑ
επίρρ. τρεις φορές (α. «καταδικάστηκε τρις εις θάνατον» β. «ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με», ΚΔ.
γ. «νῦν γὰρ πάρεστι καὶ δὶς αἰάζειν ἐμοὶ και τρίς», Αριστοφ.)
αρχ.
1. φρ. α) «ἐς τρίς» ή «ἐπὶ τρίς» — ώς τρεις φορές
β) «τρὶς ἓξ βάλλω» — πετυχαίνω την καλύτερη ζαριά, φέρνω τρεις φορές εξάρες
2. παροιμ. «ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῑς κύβοι» — λεγόταν για τους ριψοκίνδυνους, που τά παίζουν όλα για όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τρίς είναι σχηματισμένο από την εξασθενωμένη βαθμίδα τρι- του αριθμητικού τρεις, τρία, η οποία απαντά και ως α' συνθετικό λέξεων (βλ. και τρι-), και εμφανίζει ληκτικό -ς για αποφυγή χασμωδίας (πρβλ. δις [Ι])].
Greek Monotonic
τρίς: [ῐ], επίρρ. του τρεῖς, τρεις φορές, Λατ. ter, σε Όμηρ. κ.λπ.· τρὶς τόσος, τρεις φορές τόσος ή τόσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἐςτρίς, έως τρεις φορές, σε Ηρόδ., Αττ.· χρησιμ. για να ενισχύσει τη σημασία των σύνθετων λέξεων, όπως τρισάθλιος, τρίσμακαρ, όπως το Λατ. ter beatus, τρισευτυχισμένος· παροιμ., τρὶς ἓξ βαλεῖν, επιτυγχάνω την άριστη βολή (από τρεις κύβους), δηλ. κερδίζω, είμαι τυχερός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τρίς: (ῐ, у Hes. в арсисе ῑ)
1) трижды, троекратно: τ. τόσον Hom. втрое больше; ἐς τ. Her. трижды; τ. ἓξ βαλεῖν погов. Aesch. трижды выбросить шестерку (при игре в кости), т. е. добиться необыкновенного счастья;
2) (в виде приставки) досл. трижды, перен. крайне, весьма (τρισάθλιος Aesch.).