τρίσμακαρ

From LSJ
Revision as of 10:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίσμᾰκαρ Medium diacritics: τρίσμακαρ Low diacritics: τρίσμακαρ Capitals: ΤΡΙΣΜΑΚΑΡ
Transliteration A: trísmakar Transliteration B: trismakar Transliteration C: trismakar Beta Code: tri/smakar

English (LSJ)

ᾰρος, ὁ, ἡ, strengthd. for μάκαρ,

   A thrice-blest, Od.6.154, 155, Ar.Pax1332, AP5.254.17 (Paul. Sil.), etc.:—the divided form τρὶς μάκαρ is supported by the phrase τρὶς μάκαρες καὶ τετράκις in Od.5.306 (τρισμάκαρες codd.), cf. Hes.Fr.81.7 and τρισμακάριστος.

German (Pape)

[Seite 1147] αρος, das verstärkte μάκαρ, dreimal, sehr, höchst glückselig; Od. 6, 154. 155; τρισμάκαρες καὶ τετράκις, 5, 306; sp. D., wie Mel. 7 (XII, 52); auch Luc. Vit. auct. 12.

French (Bailly abrégé)

αρος (ὁ, ἡ)
c. τρισμακάριος.

Greek Monolingual

-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
τρισευλογημένος, αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει κανείς πολλές φορές («Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα Χριστοῡ τοῡ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μάκαρ «ευτυχής, μακάριος»].

Greek Monotonic

τρίσμᾰκαρ: -ᾰρος, ὁ, ἡ, τρεις φορές ευτυχισμένος, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίσ-μακαρ -αρος, ook los τρὶς μάκαρ, driewerf gelukzalig.