ἤπερ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
poet. ἠέπερ, (ἤ)
A than at all, than even, after a Comp., v. ἤ (A).
German (Pape)
[Seite 1174] poet. ἠέπερ, als etwa, als selbst, Il. 1, 260 u. öfter, wie Her. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἤπερ: ποιητ. ἠέπερ, (ἢ) ἢ παρά, μετὰ συγκρ., Ὅμ. Ἠρόδ.
French (Bailly abrégé)
poét. ἠέπερ;
conj.
que.
Étymologie: ἤ ou ἠέ, περ.
English (Autenrieth)
see ἤ, ἠέ.
English (Strong)
from ἤ and περ; than at all (or than perhaps, than indeed): than.
Greek Monolingual
(I)
ἤπερ και ποιητ. τ. ἠέπερ (Α)
ή ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἤ + περ].———————— (II)
ᾗπερ (Α)
επίρρ. με τον ίδιο τρόπο, όπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾗ + περ].
Greek Monotonic
ἤπερ: ποιητ. ἠέ-περ (ἤ), παρά· με συγκρ., σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἤπερ: эп. ἠέπερ нежели, чем Her.: τοῦ ἐγὼ καὶ μᾶλλον ὀδύρομαι ἤ. ἐκεινου Hom. о том я тревожусь еще больше, чем об этом.