συνωριαστής

From LSJ
Revision as of 09:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωριαστής Medium diacritics: συνωριαστής Low diacritics: συνωριαστής Capitals: ΣΥΝΩΡΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: synōriastḗs Transliteration B: synōriastēs Transliteration C: synoriastis Beta Code: sunwriasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who drives a συνωρίς, Luc.Zeux.9.

Greek (Liddell-Scott)

συνωριαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
conducteur d’un char à deux chevaux.
Étymologie: συνωρίς.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που οδηγεί συνωρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνωρίς, -ίδος + κατάλ. -ιαστής μέσω ενός αμάρτυρου ρ. συνωριάζω].

Greek Monotonic

συνωριαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που διοικεί συνωρίδα (συνωρίς), αμαξηλάτης σε άμαξα δύο αλόγων, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνωριαστής: οῦ ὁ συνωρίς синориаст, управляющий пароконной колесницей Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνωριαστής -οῦ, ὁ [συνωρίς] menner van een tweespan.