εὐδιάφθορος
English (LSJ)
ον,
A easily destroyed, ὀλιγαρχία Arist.Pol.1306a10; [ἔντομα] Id.PA682b16; of papyrus rolls, Arch.Pap.6.101 (i A.D.). II easily corrupted, Arist.Ath.41.2 (Comp.); easily going bad, of food, Xenocr. ap. Orib. 2.58.145, Dsc.1.105.
German (Pape)
[Seite 1062] dasselbe, Arist. Pol. 5, 6 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάφθορος: -ον, εὐκόλως φθειρόμενος, καταστρεφόμενος, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 10, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 4.
Greek Monolingual
εὐδιάφθορος, -ον (Α)
1. αυτός που φθείρεται εύκολα
2. (για τροφή) αυτός που σαπίζει, που χαλάει εύκολα
3. αυτός που δωροδοκείται εύκολα («εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαφθορος (< διαφθείρω), πρβλ. α-διάφθορος, πολυ-διάφθορος].
Russian (Dvoretsky)
εὐδιάφθορος: легко подвергающийся порче или разрушению (ἔντομα, ὀλιγαρχία Arst.).