Αὐτοθαΐς

From LSJ
Revision as of 19:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

French (Bailly abrégé)

ΐδος (ἡ) :
Thaïs en personne.
Étymologie: αὐτός, Θαΐς.

Greek (Liddell-Scott)

Αὐτοθαΐς: ἡ, αὐτὴ ἡ Θαΐς, ἀπαράλλακτος, Λουκ. Ρητόρ. δίδ. 12.

Spanish (DGE)

-ΐδος, ἡ Tais en persona Luc.Rh.Pr.12.

Greek Monotonic

Αὐτοθαΐς: ἡ, η ίδια η Θαΐς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

Αὐτοθαΐς: ΐδος (θᾱ) ἡ сама Таида Luc.