ἀποκύπτω
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
A stoop away from the wind, Ar.Lys.1003, in pf. ἀποκέκῡφα, but Reiske ἐπικεκύφαμες (prob.l.).
German (Pape)
[Seite 310] sich vorn überbücken, perf. ἀποκέκυφα Ar. Lys. 1003 mit Präsensbdtg.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκύπτω: μέλλ. -ψω, κύπτω πρὸς τὰ ἐμπρός, ἂν γὰρ τὰν πολιν ᾇπερ λυχνοφορίοντες ἀποκεκύφαμες Ἀριστοφ. Λυσ. 1003, ἀλλὰ κατὰ Ρεΐσκιον ἐπικεκύφαμες.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκύπτω: нагибаться, наклоняться Arph.