ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
ion. c. βαθύγειος.
βαθύγαιος, -ον (Α)(για περιοχή) αυτός που έχει βαθύ, παχύ χώμα, ο εύφορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -γαιος < γαία, ποιητ. τ. του γη].
βαθύγαιος: = βαθύγειος.
γαῖαwith deep soil, productive, Hdt.