Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
αὐθᾱδία: ἡ, ποιητ. ἀντὶ αὐθάδεια.
v. αὐθάδεια.
αὐθᾱδία: ἡ поэт. = αὐθάδεια.
(see also: αὐθάδεια) obstinacy, self-will, stubbornness