ῥακόεις

Revision as of 00:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A ragged, torn, tattered, AP6.21.    II (ῥάκος 11) wrinkled, χρώς ib.11.66 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 833] εσσα, εν, 1) lumpig, zerrissen, zersetzt, τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀγωγόν Ep. ad. 176 (VI, 21). – 2) wie ῥαγόεις, runzlig, χρὼς παρειῆς Antiphil. in Paralip. 122 (XI, 66).

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰκόεις: εσσα, εν, ῥακώδης, ἐσχισμένος, «κουρελιασμένος», Ἀνθ. Π. 6. 21. ΙΙ. ὡς τὸ ῥαγόεις, ἐρρυτιδωμένος, αὐτόθι 11. 66.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
déchiré :
1 déguenillé;
2 sillonné de rides, ridé.
Étymologie: ῥάκος.

Greek Monolingual

-έσσα, -εν, Α
1. ο όμοιος με κουρέλι ή ο γεμάτος κουρέλια, ο κουρελιασμένος
2. μτφ. ο γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

ῥᾰκόεις: -εσσα, -εν,
I. κουρελής, σχισμένος, κουρελιασμένος, σε Ανθ.
II. όπως το ῥαγόεις, ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, τσαλακωμένος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰκόεις: όεσσα, όεν
1) изодранный, в лохмотьях Anth.;
2) морщинистый, сморщенный (χρὼς παρειῆς Anth.).

Middle Liddell

ῥᾰκόεις, εσσα, εν
I. ragged, torn, tattered, Anth.
II. wrinkled, Anth. [from ῥά˘κος]