κόψιχος
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ὁ,
A = κόσσυφος 1, Ar.Av.305, 806, 1081, Aristopho 10.5, Anaxil.22.21. II = κόσσυφος 11, Orib.inc.13.25.
German (Pape)
[Seite 1498] ὁ, att. = κόσσυφος; Ath. II, 65 d VI, 238 d; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κόψῐχος: ὁ, = κόσσυφος, «κότσυφας», Ἀριστοφ. Ὄρ. 306, 806, 1081, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 5, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 21.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
att. c. κόσσυφος, merle, oiseau.
Greek Monolingual
κόψιχος, ὁ (Α)
1. ο κότσυφας
2. είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kops(o)-, η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. kosu «κοτσύφι» (< kopso-) και εμφανίζει κατάλ. -ι-χος (πρβλ. μείλ-ι-χος). Ο τ. κόσσυφος < κόψυ-φος με αφομοίωση. Εμφανίζει κατάλ. -φος (πρβλ. άργυ-φος). Στα μεσαιωνικά χρόνια μεταπλάστηκε σε κόσσυφας και από τον τ. αυτό προήλθε το νεοελλ. κότσυφας].
Greek Monotonic
κόψῐχος: ὁ, μαυροκότσυφας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κόψῐχος: ὁ Arph. = κόσσυφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόψιχος -ου, ὁ [~ κόσσυφος] merel.