τριχοῦ

From LSJ
Revision as of 09:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχοῦ Medium diacritics: τριχοῦ Low diacritics: τριχού Capitals: ΤΡΙΧΟΥ
Transliteration A: trichoû Transliteration B: trichou Transliteration C: trichoy Beta Code: trixou=

English (LSJ)

Adv.

   A in three places, Hdt.7.36 (dub.l.), Choerob. in Theod. 1.388H.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχοῦ: Ἐπίρρ. εἰς τρία μέρη, εἰς τρεῖς τόπους, διέκπλοον κατέλιπον τριχοῦ Ἡρόδ. 7. 36.

French (Bailly abrégé)

adv.
en trois endroits.
Étymologie: cf. τρίχα¹.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε τρεις τόπους ή σε τρεις θέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ουρανικό πρόσφυμα -(α)χ- + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. τετρ-αχ-οῦ)].

Greek Monotonic

τρῐχοῦ: (τρίχα), επίρρ., σε τρία μέρη, σε τρεις τόπους, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχοῦ: adv. в трех местах Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριχοῦ [τρίχα] adv., op drie plaatsen.