φιλοπροσήγορος

Revision as of 02:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A affable, Isoc.1.20, Poll.5.137, Plu.2.10a, etc. Adv. -ρως Poll.5.139.

German (Pape)

[Seite 1284] gern mit den Leuten sprechend, leutselig, τῷ τρόπῳ Isocr. 1, 20; s. B. A. 71.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπροσήγορος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφωνῇ τοὺς ἀπαντῶντας, τῷ... τρόπῳ γίνου φιλοπροσήγορος Ἰσοκρ. 6Α, Πολυδ. Ε΄, 137, Πλούτ., κλπ. Ἐπίρρ. -ρως, Πολυδ. Ε΄, 139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un abord aimable, affable.
Étymologie: φίλος, προσήγορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ευπροσήγορος, προσηνής, καταδεκτικός.
επίρρ...
φιλοπροσηγόρως Α
με φιλοπροσηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + προσήγορος «αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον»].

Greek Monotonic

φῐλοπροσήγορος: -ον, αυτός που προσφωνεί εύκολα, καταδεκτικός, φιλοφρονητικός, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπροσήγορος: общительный, приветливый, т. е. доступный Isocr., Plut.

Middle Liddell

φῐλο-προσήγορος, ον,
easy of address, affable, Isocr.