ἐπανθέω
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
A bloom, be in flower, Theoc.5.131, LXXJb.14.7. II metaph., of any thing that forms on the surface, ἅλμην ἐπανθέουσαν [τοῖι ὄρεσι] Hdt.2.12, cf. Str.11.13.2; χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει Ar.Nu.978; τὸ τρυφερὸν . . ἐπὶ τοῖς μήλοις ἐπανθεῖ Id.Ec.903; τὴν ἐπανθοῦσαν τρίχα ib.13; also of hair turning grey, κύκνου . . πολιώτεραι δὴ αἵδ' ἐπανθοῦσιν τρίχες Id.V.1065, cf. X.Cyn.4.8. 2 generally, to be upon the surface, τρηχύτης ἐπήνθει Hp.Epid.7.43; ἐμοὶ . . ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος Theoc.20.21; ἐπὶ σμικρῷ ἰκτέρῳ ἡ χροιὴ μέζων ἐπανθέει Aret.SD1.15. b abs., show itself, appear plainly, τοὐπιχώριον ἐπανθεῖ Ar.Nu.1174; ὅπερ . . παισὶ καὶ θηρίοις . . σύμφυτον ἐπανθεῖ Pl. Lg.710a; τῷΙσοκράτει πολλαὶ χάριτες ἐπήνθουν D.H.Comp.19; πᾶσιν ἐπανθεῖ . . ἡ χάρις Luc.Im.9, cf. Hist.Conscr.55; τῷ προσώπῳ τὸ θηριῶδες ἐ. Callistr. Stat.12; τὰ -οῦντα τῇ αἰσθήσει τῶν ζῴων θελκτήρια ib.7. III to be bright, πτερίσκοις πορφυροῖς ἐπανθούντων Babr. 118.5.
German (Pape)
[Seite 902] darauf blühen, aufsprossen, πολλὸς δὲ καὶ ἃς ῥοδόκισσος ἐπανθεῖ Theocr. 5, 131; von Allem, was sich auf der Oberfläche eines Körpers zeigt, τοῖς μήλοισιν ἐπήνθει χνοῦς Ar. Nubb. 798; Eccl. 903; von den Haaren, 13 Vesp. 1065; von rother Gesichtsfarbe, Luc. imag. 7 u. a. Sp.; τοῖς οὔρεσι ἐπανθοῦσα ἅλμη Her. 2, 12, das sich oben ansetzt. Auch übertr., ὅπερ εὐθὺς παισὶ καὶ θηρίοις ἐπανθεῖ ξύμφυτον, was sich an ihnen zeigt, Plat. Legg. IV, 710 a; τοὐπιχώριον ἐπανθεῖ Ar. Nubb. 1174, eigtl. das Heimische (das bei uns übliche Trotzwort: was sagst du?) blüht an dir, man sieht dir's an, daß du es oft gebrauchst; so bei den späteren atticisirenden Schriftstellern, einen Ueberfluß an Etwas haben, strotzen wovon, sichtbar sein an Etwas, τὸ σαφὲς ἐπανθείτω τῇ λέξει Luc. hist. conscr. 55; χάρις ἐπανθεῖ D. Hal. C. V. 19; Luc. Philostr. u. a. Sp.; seltener von häßlichen Dingen, Callistr. Vgl. ἐπενήνοθε.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανθέω: ἀνθῶ, πολλὸς δὲ καὶ ὡς ῥόδα κίσθος ἐπανθεῖ Θεόκρ. 5. 131. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ παντὸς ὅ,τι σχηματίζεται ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας ὡς χνοῦς, ἐπιχλοάω, ὡς τὸ Λατ. efforescere, ἰδὼν τοῖς οὔρεσι ἅλμην ἐπανθοῦσαν Ἡρόδ. 2, 12· χνοῦς μήλοισιν ἐπήνθει Ἀριστοφ. Νεφ. 978· τὸ τρυφερόν... ἐπὶ τοῖς μήλοις ἐπανθεῖ ὁ αὐτὸς ἐν Ἐκκλ. 903· τὴν ἐπανθοῦσαν τρίχα αὐτόθι 13· προσέτι, κύκνου... πολιώτεραι δὴ αἵδ᾿ ἐπανθοῦσιν τρίχες ὁ αὐτὸς ἐν Σφ. 1065, πρβλ. Ξεν. Κυν. 4, 8. 2) καθόλου, εἶμαι ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, τρηχύτης ἐπήνθει Ἱππ. 1221G. (πρβλ. ἐπάνθισμα)· ἐμοί... ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος Θεόκρ. 20. 21: ‒ ἀπολ., φαίνομαι εὐκρινῶς, τοὐπιχώριον ἐπανθεῖ Ἀριστοφ. Νεφ. 1174· ὅπερ... παισὶ καὶ θηρίοις... ξύμφυτον ἐπανθεῖ Πλάτ. Νόμοι 710Α· πᾶσιν ἐπανθεῖ... ἡ χάρις Λουκ. Εἰκ. 9, πρβλ. πῶς δεῖ, Ἱστ. Συγγρ. 55· πρβλ. ἐπενήνοθε. ΙΙΙ. λαμπρύνομαι, νεοσσῶν... οὔπω πτερίσκοις πορφυροῖς ἐπανθούντων Βάβρ. 118. 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐπήνθουν, ao. ἐπήνθησα;
fleurir ; fig. en parl. de la beauté, de la grâce ; p. anal., en parl. de tout ce qui pousse ou se forme à la surface d’un corps (duvet sur la peau, dépôt de matières salines sur le sol de certaines régions.
Étymologie: ἐπί, ἀνθέω.
Greek Monotonic
ἐπανθέω: μέλ. -ήσω,
I. ακμάζω, ανθίζω, σε Θεόκρ.
II. μεταφ., λέγεται για κάθε τι που σχηματίζεται στην επιφάνεια σαν αλμυρή κρούστα, σε Ηρόδ.· χνούδι πάνω σε φρούτο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· γενικά βρίσκομαι πάνω στην επιφάνεια, εμφανίζομαι, φαίνομαι ξεκάθαρα, στον ίδ.
II. είμαι λαμπρός, ένδοξος, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανθέω: 1) расцветать, распускаться, быть в цвету (ὡς ῥόδα Theocr.): ἡ ἐπανθοῦσα θρίξ Arph. пышные волосы;
2) выступать на поверхность, показываться, появляться (διὰ κουφότητα ἄνω ἐ. Arst.): τοῖς οὔρεσι ἐπανθέουσα ἅλμη Her. покрывающая горы соль;
3) перен. выступать наружу, обнаруживаться во всей силе (παισὶ καὶ θηρίοις Plat.): τοῦτο τοὐπιχώριον ἐπανθεῖ Arph. (в тебе) явственно видна эта национальная черта; τὸ σαφὲς ἐπανθείτω τῇ λέξει Luc. пусть слова блистают ясностью.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to bloom, be in flower, Theocr.
II. metaph. of any thing that forms on the surface, as a salt crust, Hdt.; the down on fruit, Ar., etc.: generally, to be upon the surface, shew itself, appear plainly, Ar.
III. to be bright, Babr.