πάμψυχος

From LSJ
Revision as of 10:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμψῡχος Medium diacritics: πάμψυχος Low diacritics: πάμψυχος Capitals: ΠΑΜΨΥΧΟΣ
Transliteration A: pámpsychos Transliteration B: pampsychos Transliteration C: pampsychos Beta Code: pa/myuxos

English (LSJ)

ον, (ψυχή)

   A in full life, π. ἀνάσσει, of Amphiaraus, S.El.841 (lyr., also expld. by Sch. as 'ruling over all the shades' or 'immortal', = πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει, cf. Od.11.483sq., A. Ch.355).

German (Pape)

[Seite 455] ganz beseelt, durchaus lebend; Soph. El. 831 heißt es vom Amphiaraos ὑπὸ γαίας πάμψυχος ἀνάσσει, was einige alte Erkl. durch ἀθάνατος erkl., Andere πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει, αἳ δὴ ἐν χρείᾳ καθεστᾶσι τῆς ἐκείνου μαντικῆς, was Hermann billigt; nicht so einfach ist »er herrscht in voller Lebenskraft«, Gegensatz zum Halbleben der andern Schatten in der Unterwelt, Passow.

Greek (Liddell-Scott)

πάμψῡχος: -ον, (ψυχὴ) ἐν Σοφ. Ἠλ. 841, π. ἀνάσσει κατὰ τὸν Σχολ., = πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει, πρβλ. Ὀδ. Λ. 483 κἑξ., Αἰσχύλ. Χο. 355.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout vivant.
Étymologie: πᾶν, ψυχή.

Greek Monolingual

πάμψυχος, -ον (Α)
(για τον Αμφιάραο) ο γεμάτος ψυχή, δηλ. ζωή και δύναμη ή, κατ' άλλη ερμ., αυτός που αναφέρεται σε όλες τις ψυχές («πάμψυχος ἀνάσσει» — κυβερνά γεμάτος ζωή και δύναμη ή, κατά τον Σχολ., «πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει», κυβερνά όλες τις ψυχές, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ψυχος (< ψυχή)].

Greek Monotonic

πάμψῡχος: -ον (ψυχή), με όλη την ψυχή του, ή = πασῶν τῶν ψυχῶν, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πάμψῡχος: полный жизни (Ἀμφιάρεως Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμψυχος -ον [πᾶς, ψυχή] volledig bewust.