τετραετία
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
ἡ,
A term of four years, Thphr.CP3.7.7, Plu.Pomp.55, IG22.333c17 (iv B.C.), 9(1).12.10 (Ambryssus, iii A.D., where τετραετ[εί]ᾳ).
German (Pape)
[Seite 1097] ἡ, eine Zeit von vier Jahren, Plut. Luc. 20.
Greek (Liddell-Scott)
τετραετία: ἡ, περίοδος χρονικὴ τεσσάρων ἐτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 7, Πλουτ. Πομπ. 55, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
durée de quatre ans.
Étymologie: τετραετής.
Greek Monolingual
η, ΝΑ τετραετής
χρονική περίοδος τεσσάρων ετών (α. «χρημάτισε υπουργός μια ολόκληρη τετραετία» β. «τὰς ἐπαρχίας ἔχειν εἰς ἄλλην τετραετίαν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
τετραετία: ἡ, χρονική περίοδος τεσσάρων ετών, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰετία: ἡ четырехлетие Plut.