κατθέμεν

Revision as of 10:34, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. κατατίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

κατθέμεν: κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι, κάτθεο, ἴδε ἐν λ. κατατίθημι.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. sync. de κατατίθημι.

English (Autenrieth)

see κατατίθημι.

Russian (Dvoretsky)

κατθέμεν: эп. inf. к κατατίθημι.