πλεονεκτίστατος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
French (Bailly abrégé)
v. πλεονέκτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλεονεκτίστατος superl. van πλεονέκτης.
German (Pape)
s. πλεονέκτης.
v. πλεονέκτης.
πλεονεκτίστατος superl. van πλεονέκτης.
s. πλεονέκτης.