πάμπρεπτος

From LSJ
Revision as of 01:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμπρεπτος Medium diacritics: πάμπρεπτος Low diacritics: πάμπρεπτος Capitals: ΠΑΜΠΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: pámpreptos Transliteration B: pampreptos Transliteration C: pampreptos Beta Code: pa/mpreptos

English (LSJ)

ον,

   A all-conspicuous, ἕδραι A.Ag.117(lyr.).

German (Pape)

[Seite 454] sehr ausgezeichnet, ἕδρα, Aesch. Ag. 117.

Greek (Liddell-Scott)

πάμπρεπτος: -ον, περίβλεπτος, λαμπρότατος, ἕδραι Αἰσχύλου Ἀγ. 117· πρβλ. εὔπρεπτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
visible pour tous, bien en vue.
Étymologie: πᾶν, πρέπω.

Greek Monolingual

πάμπρεπτος, -ον (Α)
ο τελείως ξεχωριστός, λαμπρότατος («παμπρέπτοις ἐν ἕδραισιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πρεπτός (< πρέπω), πρβλ. εύ-πρεπτος].

Greek Monotonic

πάμπρεπτος: -ον (πρέπω), περίλαμπρος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμπρεπτος -ον [πᾶς, πρέπω] zeer opvallend.

Russian (Dvoretsky)

πάμπρεπτος: великолепный (ἕδραι Aesch.).