διανύω

From LSJ
Revision as of 18:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰνύω Medium diacritics: διανύω Low diacritics: διανύω Capitals: ΔΙΑΝΥΩ
Transliteration A: dianýō Transliteration B: dianyō Transliteration C: dianyo Beta Code: dianu/w

English (LSJ)

(also διᾰνύτω S.Ichn.64, X.Mem.2.4.7) [ῠ], pf.

   A -ήνυκα Plb.4.11.7:—bring quite to an end, accomplish, finish, κέλευθα δ. finish a journey, h.Cer.380, cf. h.Ap.108; δίαυλον E.El.825; τὸ ἑξῆς τῆς ὁδοῦ X. l.c.; τὸν πλοῦν ἀπὸ Τύρου Act.Ap.21.7; πόνους Vett.Val. 330.9; τὰ προσήκοντα POxy.1469.4 (iii A.D.): c. acc.loci, πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας having finished one's course over the sea, Hes.Op.635; πλεῖον δ. traverse, of a point moving along a line, Arist.LI968a25, cf. Archim.Sph.Cyl.Praef., al.; τόπους Plb.4.11.7: abs., δ. εἰς τὰς ὑπερβολάς arrive at a place, Id.3.53.9:—Pass., ὁδὸς διηνυσμένη ib.63.7: aor. inf. διανυσθῆναι Hsch.: c. part., finish doing a thing, οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων Od.17.517; but πόνοις σε διδοῦσα διήνυσεν continued giving... E.Or.1663: abs., live, Vett. Val.58.17.

German (Pape)

[Seite 593] (s. ἀνύω) ganz vollenden, zu Ende bringen. Hom. Odyss. 17, 517 ἀλλ' οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων, aber noch erzählte er seine unglücklichen Schicksale nicht zu Ende. Vgl. ἀπανύω und ἐξανύω. – Folgende bes. ὁδόν, κέλευθον, H. h. Cer. 380 Ap. 108; Xen. Cyr. 1, 4, 28; πολὺν δια πόντον ἀνύσσας, Hes. O. 633, die Fahrt über das Meer vollenden; διαύλους ἱππίους Eur. El. 825; χώραν, durchwandern, Pol. 3, 86, 9; auch ohne Zusatz, hinkommen, ἐς τὰς ὑπερβολάς, πρὸς τὴν πόλιν, 3, 53, 9. 2, 54, 9. Aehnl. Eur. Or. 1663 ἥ σε μυρίοις πόνοις διδοῦσα δεῦρ' ἀεὶ διήνυσεν.

Greek (Liddell-Scott)

διανύω: μεταγεν. ὡσαύτως διανύτω [ῠ]· μέλλ. -ανύσω· (ἀνύω)· - φέρω ἐντελῶς εἰς πέρας, κατορθώνω, τελειώνω, μετ᾿ αἰτ., κέλευθον δ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπ. 108, εἰς Δήμ. 381· οὕτω, δ. δίαυλον Εὐρ. Ἠλ. 825· ὁδὸν Ξεν., κτλ.· - ἐντεῦθεν ὡσαύτως μετ᾿ αἰτ. τόπου (παραλειπομένου τοῦ ὁδόν), πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸν διὰ τῆς θαλάσσης δρόμον του, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 633· πλεῖον δ., διέρχομαι μεγαλείτερον διάστημα, Ἀριστ. π. ἀτόμ. γραμμῶν 5· - ἀπολ., δ. εἰς τόπον, φθάνω εἴς τι μέρος, Πολύβ. 3. 53, 9· πρβλ. ἀνύω Ι. 3· - μετὰ μετοχ., παύομαι πράττων τι, οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων Ὀδ. Ρ. 517· ἀλλά, πόνοις σε διδοῦσα διήνυσεν, ἐξηκολούθησε νὰ δίδῃ..., Εὐρ. Ὀρ. 1663.

French (Bailly abrégé)

ao. διήνυσα, etc.
achever, mener à terme (un voyage) ; avec un part. achever de : οὔ πω διήνυσεν ἀγορεύων OD il n’a pas encore fini de raconter.
Étymologie: διά, ἀνύω.

English (Autenrieth)

aor. διήνυσεν: finish, Od. 21.517†.

Spanish (DGE)

A tr.
I llevar a cabo, a término, terminar, acabar c. part. pred. οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων no acabó de contar su desgracia, Od.17.517, ἥ σε μυρίοις πόνοις διδοῦσα ... διήνυσεν E.Or.1663, c. ac. πόνους Vett.Val.317.6, τὰ προσήκοντα POxy.1469.4 (III d.C.), διανύσας τὴν σπουδήν poniendo fin a la discusión Philostr.VA 5.37, πολλοὺς ἀγῶνας Orác. en IAs.Min.N.S.45.9 (Aspendos II d.C.)
llevar a término, cumplir τὴν προσευχήν Aristaenet.2.2.16, cf. 1.27.41, πάντα τὰ ... ἐπιτάγματα PSI 804.8 (IV d.C.), cf. PYoutie 66.28 (III d.C.), Hld.1.16.1, δ. φόρους llevar a término los impuestos, e.e., recaudar los impuestos Iust.Nou.161.1
como falsa etim. de Διόνυσος el que lleva cada cosa a término Artem.2.37.
II c. ac. de espacio y tiempo
1 recorrer hasta el otro lado, hasta el final c. ac. de espacio: de extensiones acuáticas πᾶν τὸ μεσηγύ de Iris h.Ap.108, Ἑλλήσποντον A.R.1.935, cf. X.Eph.1.11.5, Q.S.6.113, 7.397, χείρεσσι διήνυεν ἁλμυρὰ βένθη con los brazos recorrió, e.d. nadó, los abismos salados Q.S.14.549
διανύειν τὸν πλοῦν hacer la travesía εἰς Σάμον X.Eph.1.11.2, cf. 14.6, ἀπὸ Τύρου Act.Ap.21.7, cf. Ach.Tat.5.17.1, διανύσαι τὸν ἑξῆς πλοῦν continuar la navegación hasta el final, e.d. llevar a cabo la circunnavegación de África, Posidon.49.277
de extensiones terrestres χώραν Plb.3.86.9, πεδίον Plb.4.12.4, τόπους Plb.4.11.7, τὰ πέρα Vit.Aesop.G 20, esp. caminos κέλευθα h.Cer.380, ὁδόν Str.15.2.10, cf. D.S.11.21, Luc.Rh.Pr.9, Aesop.184, X.Eph.3.1.3, Q.S.10.446, δισσοὺς διαύλους ... διήνυσεν recorrió dos veces la pista de la carrera, E.El.825, cf. Plot.6.1.16, fig. τὴν πρὸς σὲ ὁδόν A.Io.114.10
recorrer un espacio ἐν τῷ ἴσῳ χρόνῳ πλεῖον διανύει de un móvil, Arist.LI 986a26, cf. Archim.Sph.Cyl.praef., τὸ τέταρτον αὐτοῦ μέρος (τοῦ κύκλου) Gal.9.911, κίνησις ... τὸ πᾶν διανύουσα Plu.2.1083a, en v. pas. ὁδόν τε οὔπω πολλὴν διηνύσθαι αὐτοῖς X.Cyr.1.4.28, cf. Plb.3.63.7, D.S.20.6, Hsch.s.u. διανυσθῆναι.
2 c. ac. temp. recorrer, pasar, cumplir ἕνδεχ' ἕτη διήνυσε Μοιρῶν ἐνιαυτούς ISmyrna 522.(b).7 (II/I a.C.), cf. AP 7.224, 600 (Iul.Aegypt.), ἡμέρας D.S.14.29, βίον ... διανύσαι pasar la vida I.AI 4.135, τὸν πολὺν χρόνον Vett.Val.78.10, cf. 57.12
en v. med. mismo sent. πεντάκι πέντε ... ἐνιαυτούς GVI 1170.8 (Frigia IV d.C.).
B intr. hacer el camino, viajar, llegar c. giros prep. indic. direcc. διανύσας εἰς τὰς ὑπερβολάς habiendo llegado (Aníbal) a las cimas (de los Alpes), Plb.3.53.9, εἰς Ἀντιόχειαν Plb.5.51.1, cf. D.H.1.51, ἐπὶ τὸ προκείμενον Plb.5.80.3, cf. 2.54.6, D.S.17.49, ἕως Γαμάργων τῆς Μηδίας D.S.19.32, ἐκ τῶν Καφυῶν Plb.4.70.5, ἀπὸ τῆς Ἰδουμαίας ἐπαρχίας D.S.19.95, cf. 1Ep.Clem.25.3, c. instrum. ποσί Plot.1.6.8, abs. Plot.4.4.8, fig. οἱ ... ἐν σκότει διανύοντες τῆς δαιμονιώδους πλάνης los que caminan en la oscuridad a través del extravío diabólico Ammon.Io.636.

English (Strong)

from διά and anuo (to effect); to accomplish thoroughly: finish.

English (Thayer)

1st aorist participle διανυσας; to accomplish fully, bring quite to an end, finish: τόν πλοῦν, Homer down.) (Cf. Field, Otium Norv. iii., p. 85f.)

Greek Monolingual

διανύω και διανύτω) ανύω
1. περατώνω, τελειώνω, συμπληρώνω
2. κατορθώνω, επιτελώ
3. διαπερνώ, διατρέχω και φθάνω στο τέρμα
4. περνώ, διατρέχω χρονικό διάστημα («διανύει το 35ο έτος της ηλικίας του»)
αρχ.
σταματώ να κάνω κάτι.

Greek Monotonic

διανύω: έπειτα -ανύτω [ῠ], μέλ. -ανύσω [ῠ]· φέρνω εις πέρας, τελειώνω, αποπερατώνω, ολοκληρώνω, κέλευθον, ὁδόν, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· από όπου (το ὁδόν παραλείπεται), διὰ πόντον ἀνύσσας, έχοντας ολοκληρώσει το ταξίδι του στη θάλασσα, σε Ησίοδ.· με μτχ., σταματώ να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-ανύω en διανύτω voltooien, beëindigen:. οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων hij was nog niet klaar met te vertellen over zijn ellende Od. 17.517; δ. ὁδὸν de reis Xen. Cyr. 4.2.15; δ. τὸν πλοῦν de zeereis NT Act. Ap. 21.7. met ptc.: οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων hij was nog niet klaar met te vertellen over zijn ellende Od. 17.517; ἥ σε μυρίοις πόνοις διδοῦσα δεῦρ᾽ ἀεὶ διήνυσεν die nu klaar is met jou helemaal tot nu toe aan ontelbare problemen bloot te stellen Eur. Or. 1663.

Russian (Dvoretsky)

διανύω: и διανύτω
1) завершать, доводить до конца, проходить (μακρὰ κέλευθα HH; δισσοὺς διαύλους Eur.; ὁδὸν πολλήν Xen.; τὸ θᾶττον ἐν ἴσῳ χρόνῳ Arst.; χώραν Polyb.): πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας Hes. проделав длинный морской путь; οὔπω διήνυσεν ἀγορεύων Hom. он еще не закончил (своего) рассказа; ἃ οἱ πόδες διανύτουσι Xen. работа ног, т. е. ходьба; ἥ σε μυρίοις πόνοις διδοῦσα δεῦρ᾽ ἀεὶ διήνυσε Eur. которая до сих пор не переставала причинять тебе множество хлопот;
2) приходить, доходить, добираться (εἰς τὰς ὑπερβολάς и πρὸς τὴν πόλιν Polyb.).