καυματίζω

From LSJ
Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυμᾰτίζω Medium diacritics: καυματίζω Low diacritics: καυματίζω Capitals: ΚΑΥΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: kaumatízō Transliteration B: kaumatizō Transliteration C: kavmatizo Beta Code: kaumati/zw

English (LSJ)

   A burn, scorch up, Apoc.16.8:—Pass., to be burnt up, Ev.Matt.13.6; become heated, suffer from heat, Plu.2.100b, 691f, Arr.Epict.1.6.26, Sor.1.108, M.Ant.7.64.

German (Pape)

[Seite 1408] durch Hitze ausdörren, auszehren, pass. durch Hitze umkommen, N. T.; an Fieberhitze leiden, καὶ πυρέττειν Plut. Symp. 4, 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

καυμᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, κατακαίω, καταξηραίνω, Ἀποκάλ ΙϚ΄, 8.-Παθ., κατακαίομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 6. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. aestuare, διατελῶ ἐν πυρετῷ, πυρέσσω, Θεοφρ. Χαρ. 13, Πλούτ. 2. 100D, 691E.

French (Bailly abrégé)

brûler, consumer par la chaleur ; Pass. avoir une fièvre ardente.
Étymologie: καῦμα.

English (Strong)

from καῦμα; to burn: scorch.

English (Thayer)

1st aorist infinitive καυματίσαι; 1st aorist passive ἐκαυματίσθην; (καῦμα); to burn with heat, to scorch: τινα, with ἐν πυρί added, καῦμα μέγα (see ἀγαπάω under the end for examples and references), to be tortured with intense heat, Antoninus 7,64; Epictetus diss. 1,6, 26; 3,22, 52; of the heat of fever, Plutarch, mor., p. 100d. (de cert. et vit. 1), 691e. (quaest. conviv. 6:2,6).)

Greek Monolingual

καυματίζω (ΑΜ) καύμα
παθ. καυματίζομαι
υποφέρω από πυρετό
αρχ.
1. κατακαίω, καταξεραίνω με κάψιμο
2. παθ. υποφέρω από τον καύσωνα.

Greek Monotonic

καυμᾰτίζω: μέλ. -ίσω, καψαλίζω ή κατακαίω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καψαλίζομαι, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυματίζω [καῦμα] doen verbranden, verschroeien.

Russian (Dvoretsky)

καυματίζω: 1) жечь (ἐν πυρί τινα NT): ἐκαυματίσθησαν καῦμα μέγα NT их жег сильный зной;
2) pass. быть в жару: καυματιζόμενοι καὶ πυρέττοντες Plut. лихорадящие (больные);
3) pass. сгорать (от зноя), т. е. засыхать (ἡλίου ἀνατείλαντος ἐκαυματίσθη, sc. τὸ σπέρμα NT).