προσφάγιον
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
(A) [ᾰ], τό, (fagei=n)
A = ὄφον 1.1, Ev.Jo.21.5, Aesop.325, PLond. ined.2687 (iv A.D.); ἄρτον ἕνα καὶ π. POxy.498.33 (ii A.D.), cf. 736.89, 739.10 (i B.C./i A.D.): metaph., of an illicit commission or agio, τὸ καλούμενον παρ' αὐτοῖς π. OGI484.26 (Pergam.).
προσφάγιον (B) [ᾰ], τό, (προσφάζω)
A victim sacrificed beforehand, IG12(5).593.12 (Iulis, v B.C.).
German (Pape)
[Seite 785] τό, Zuessen, = προσόψημα, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
προσφάγιον: τό, (φαγεῖν), κοινῶς «προσφάγι», ὡς τὸ προσόψημα· καθόλου ἔδεσμα, φαγητόν, Εὐαγγ. π. Ἰω. 21. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ce qu’on mange en outre du pain, pitance.
Étymologie: προσφαγεῖν, inf. ao.2 de προσεσθίω.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of a compound of πρός and φάγω; something eaten in addition to bread, i.e. a relish (specially, fish; compare ὀψάριον): meat.
English (Thayer)
προσφαγιου, τό (προσφάγειν (cf. πρός, IV:2)), equivalent to ὄψον (on which see ὀψάριον), anything eaten with bread (Moeris (edited by Piers., p. 274,1): ὄψον ἀττικως, προσφάγιον ἑλληνικως): spoken of fish boiled or broiled, John 21:5 (Schol., Lexicons (Moschion 55, p. 26; Roehl, Inscriptions graec. 395a. 12)). Cf. Fischer, De vitiis lexamples etc., p. 697f; Sturz, Dial. Maced. et Alex., p. 191.
Greek Monolingual
τὸ, Α
σφάγιο που θυσιάζεται εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + σφάγιον (< σφαγή)].
Greek Monotonic
προσφάγιον: τό (φαγεῖν), οτιδήποτε τρώγεται μαζί με άλλο φαγητό· γενικά, φαγητό, έδεσμα, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-φάγιον -ου, τό [προσφαγεῖν] toespijs.
Russian (Dvoretsky)
προσφάγιον: τό снедь, пища NT.