ὀνειρωγμός
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
English (LSJ)
ὁ,
A effusion during sleep, Dsc.3.132 (pl.), Ruf. ap. Orib. 6.38.8 (pl.), Gal.4.598, etc.
German (Pape)
[Seite 346] ὁ, der Saamenfluß im Traume; Arist. H. A. 10, 6; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειρωγμός: ὁ, ῥεῦσις ἐν ὕπνῳ, ἐνυπνιασμός, Ψευδο-Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 6, 4, Διοσκ. 3. 148· ― ὀνείρωγμα, τό, Χορίκιος παρὰ Maii Spicil. Rom. 5. 460.
Greek Monolingual
ὀνειρωγμός, ὁ (Α) ονειρώττω
η ονείρωξη.
Russian (Dvoretsky)
ὀνειρωγμός: ὁ истечение семени во время сна Arst.