ἀντιβάκχειος

Revision as of 14:39, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(sc. πούς), ὁ, the foot - -, Diom.1.513 K., al.: —also ἀντί-βακχος, ὁ, Ter.Maur.1411.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιβάκχειος: ἢ παλιμβάκχειος, ποὺς --υ, ὡς λείποισθε, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν βακχεῖον υ-- ὡς λιπόντων.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): tb. ἀντίβακχος Ter.Maur.367
métr. el antibaqueo (sc. πούς) e.e. ¯¯˘¯˘˘ Diom.1.513.25, cf. Mar.Vict.p.207, Ter.Maur.l.c.

Greek Monolingual

ἀντιβάκχειος, ο (Α)
μετρικός πους από δύο μακρές και μία βραχεία συλλαβή, αλλιώς παλιμβάκχειος (-υ).

Russian (Dvoretsky)

ἀντιβάκχειος: и ἀντίβακχος ὁ стих. антибакхий (стопа – – ∪ или ∪ – –).