ἡλιώδης

From LSJ
Revision as of 23:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλῐώδης Medium diacritics: ἡλιώδης Low diacritics: ηλιώδης Capitals: ΗΛΙΩΔΗΣ
Transliteration A: hēliṓdēs Transliteration B: hēliōdēs Transliteration C: iliodis Beta Code: h(liw/dhs

English (LSJ)

ες,    A = ἡλιοειδής, εἴδωλον Chaerem.14.14; μῆλα Philostr. Im.1.6; κόμη Anon. ap. Eust.432.26.

German (Pape)

[Seite 1163] ες, = ἡλιοειδής, κόμη, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιώδης: -ες, = ἡλιοειδής, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608C.

Greek Monolingual

ἡλιώδης, -ες (Α)
αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, ο ηλιοειδής («μῆλα ἡλιώδη, Φιλόστρ.).
επίρρ...
ἡλιωδῶς (Μ)
κατά την ομοιότητα του ήλιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + κατάλ. -ωδης (πρβλ. ακανθ-ώδης, κυματ-ώδης)].

Russian (Dvoretsky)

ἡλιώδης: Arst. = ἡλιοειδής.