αἴγιλος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἡ,
A a herb of which goats are fond, = αἰγίλωψ 1, Theoc.5.128, Babr.3.4.
Greek (Liddell-Scott)
αἴγῐλος: ἡ, ἣν καθ’ ὑπερβολὴν ἀγαπῶσιν αἱ αἶγες, ἴσ. αἰγίλωψ, Θεόκρ. 5. 128, Βαβρ. 3. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
herbe dont se nourrissent les chèvres.
Étymologie: αἴξ.
Greek Monotonic
αἴγῐλος: ἡ (αἴξ), χορτάρι που προτιμούν υπερβολικά οι κατσίκες, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
αἴγῐλος: ἡ «козья трава» Theocr., Babr.