ἄνεμος
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A wind, πέτετο πνοιῇ ἀνέμοιο Il.12.207; ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ 13.795; ὦρσεν . . ἀνέμοιο θύελλαν 12.253; ἀνέμοιο . . δεινὸς ἀήτης 15.626, cf. 14.254; ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν Od.11.407, etc.; ἀνέμων πνεύματα Hdt.7.16.ά, E.HF102; ῥιπαί S.Ant.137.930 (both lyr.); ἀήματα A.Eu.905; αὖραι E.Med.838; πνοιαί Ar.Av.1396; ἀνέμων φθόγγος Simon.37.10; ἀνέμου κατιόντος μεγάλου a gale having come on, Th.2.25; ἀνέμου ἐξαίφνης ἀσελγοῦς γενομένου Eup.320; ἄνεμος κατὰ βορέαν ἑστηκώς the wind being set in the north, Th.6.104; ἀνέμοις φέρεσθαι παραδιδόναι τι cast a thing to the winds, E.Tr.419, cf. A.R.1.1334; κατ' ἄνεμον στῆναι stand to leeward, Arist.HA541a26, cf. Plu.2.972a; κατ' ἄνεμον καὶ ῥοῦν νήχεσθαι ib.979c: metaph., ἄνεμος . . ἄνθρωπος 'unstable as the wind', Eup.376; φέρειν τιν' ἄρας (sic l.) ἄ. a very wind to carry off, Antiph.195.5 (Lobeck); ἀνέμους θηρᾶν ἐν δικτύοις try to catch the wind, and ἀνέμῳ διαλέγεσθαι talk to the wind, Zen.1.38; ἀνέμους γεωργεῖν 'plough the sands', ib.100. 2 cardinal point, quarter, ἐκ τῶν τεσσάρων ἀ. LXXZa.2.6, Annales du Service19.40 (Theadelphia, 93 B.C.), Ev.Matt.24.31, al., Vett.Val. 140.6, PFlor.50.104: sg., ib.20.19 (ii A.D.); τὸ κατ' ἄνεμον aspect, POxy.100.10 (ii A.D.). II wind in the body, Hp.Mul.2.179, al. (From ἀνε- 'blow, breathe', cf. Skt. áni-ti 'breathes', Goth. uzanan 'expire', etc.)
German (Pape)
[Seite 222] (ἄημι), ὁ, das Wehen, Lufthauch, Wind, von Hom. an überall; ἀργαλέων ἀνέμων ἀέλλῃ Iliad. 13, 795; πάσας ἀέλλας παντοίων ἀνέμων Od. 5, 293; ἀνέμοιο δεινὸς ἀήτη Iliad. 15, 626; ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀυτμήν Od. 11, 400; λιγέων ἀνέμων ἀυτμένα Od. 3, 289; ἀνέμοιο θύελλαν Iliad. 12, 253; ἀνέμου πνοιή Od. 6, 20; πνοιῇς ἀνέμοιο Iliad. 12, 207; πνοιαὶ παντοίων ἀνέμων 17, 56; τὸν δ' οὔ ποτε κύματα λείπει παντοίων ἀνέμων 2, 397. Uebertr., ἐχθίστων ἀνέμων ῥιπαί Soph. Ant. 137, vom Grimme des Wuth schnaubenden Kriegers; δοῦναί τι ἀνέμοις, etwas in den Wind schlagen, Ap. Rh. 1, 1334. – Eupol. B. A. 13 ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος, ein windiger Mensch.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνεμος: ὁ, ῥεῦμα ἀέρος, Ὅμ., κτλ. πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο Ἰλ. Μ. 207· ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ Ν. 795· ὦρσεν... ἀνέμοιο θύελλαν Μ. 253· ἀνέμοιο δὲ δεινὸς ἀήτης Ο. 626, πρβλ. Ξ. 254· ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμὴν Ὀδ. Λ. 407, κτλ.: - οὕτως, ἀνέμων πνεύματα Ἡροδ. 7.16, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 102· ῥιπαὶ Σοφ. Ἀντ. 137, 929· ἀήματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 90· αὖραι Εὐρ. Μήδ. 838· πνοιαὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1396· ἀνέμου φθόγγοι Σιμωνίδ. 7.12· ἀνέμου κατιόντος μεγάλου, ἐπελθούσης ἰσχυρᾶς καταιγίδος, Θουκ. 2. 25· ἀνέμου ’ξαίφνης ἀσελγοῦς γενομένου Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 25· ἁρπασθεὶς ὑπ’ ἀνέμου ... ὃς ἐκπνεῖ ταύτῃ μέγας κατὰ Βορέαν ἑστηκώς, ὅταν ᾖ βόρειος, Θουκ. 6. 104· ἀνέμοις φέρεσθαι παραδίδωμ’, ῥίπτω τι εἰς τοὺς ἀνέμους, Λατ. ventis tradere, Εὐρ. Τρῳ. 419, πρβλ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1334· κατ’ ἄνεμον στῆναι, ἵσταμαι οὕτως ὥστε νὰ προσβάλλωμαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5. 13, πρβλ. Πλούτ. 2. 972Α: - Παροιμ. ἄνεμος... ἄνθρωπος, ἀσταθὴς ὡς ὁ ἄνεμος, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 78· τοιουτοσὶ τίς εἰμι.. .φέρειν τιν’ ἄρας (οὕτως ἀναγνωστέον) ἄνεμος, νὰ σηκώσω τινὰ εἰς τὸν ἀέρα καὶ νὰ τὸν φέρω εἶμαι σωστὸς ἄνεμος, Ἀντιφάν. ἐν «Προγόνοις» 1. 5· ἀνέμους θηρᾶν ἐν δικτύοις, «πιάνω τὸν ἄνεμο μὲ τὸ δίχτυ», καί, ἀνέμῳ διαλέγεσθαι, Παροιμιογρ. - Ὁ Ὅμηρ. καὶ ὁ Ἡσ. ἀναφέρουσι μόνον τέσσαρας ἀνέμους, Βορέαν, Εὖρον, Νότον (ὁ Ἡσ. Ἀργέστην) καὶ Ζέφυρον· πρβλ. Γλάδστωνος Ὁμηρικὰς Μελέτας 3. 272 κἑξ. Ὁ Ἀριστοτ. Μετεωρ. 2. 6, ὀνομάζει δώδεκα, οἵτινες ἐχρησίμευαν πρὸς ὁρισμὸν τῶν διαφόρων σημείων τοῦ ὁρίζοντος, πρβλ. Güttl. Ἡσ. Θ. 379. ΙΙ. ἄνεμος ἐν τῷ σώματι, φῦσα, Ἱππ. 665. 24 [Ἐκ τῆς √ ΑΝ πρβλ. Σανσκρ. an, an-imi (spiro), an-as (spiritus) an-ilas (ventus)· Λατ. an-imus, an-ima (πρβλ. Ὁρατ. ᾮδ. 4. 12, 2 Κικ.Tusc. 1. 9· Γοτθ. ahma (πνεῦμα) us-an-an (ἐκπνεῖν)· Παλαιο-Σκανδιν. an-di önd (anima). - Ἡ ῥίζα τοῦ Λατ. ventus, κτλ. φαίνεται ὅτι εἶναι διάφορος, ἴδε ἐν λ. ἄημι].
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 vent;
2 fig. agitation de l’âme, passion tumultueuse.
Étymologie: cf. lat. animus, anima.
English (Autenrieth)
wind; often in gen. w. synonymous words, ἀνέμοιο θύελλα, ἀήτης, ἀυτμή, πνοιαί, and ἲς ἀνέμοιο, Il. 15.383; Βορέῃ ἀνέμῳ, Od. 14.253. The other winds named by Homer are Eurus, Notus, and Zephyrus.
English (Slater)
ᾰνεμος (-ος, -ον; -ων, -οις, -ους)
1 wind ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις (O. 11.1) ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων (P. 3.105) βασιλεὺς ἀνέμων Βορέας (P. 4.181) ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει (P. 4.195) βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες (P. 4.210) μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (P. 5.120) τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι (P. 6.12) “ψάμαθοι κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται” (P. 9.48) ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν (P. 11.39) χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων ἴσα τ' ἀνέμοις (Mosch.: ἴσον τ' ἀνέμοισιν codd.) (N. 3.45) θαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν (N. 3.59) σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον (N. 7.17) παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν fr. 33d. 2. οὐδ' ἀνέμους ἔ[λ]α[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον (Pae. 6.110) ]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ (Pae. 8.64) ὠκείας τ ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2*.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: tb. ἤνεμος Hsch. (prob. error)
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1viento en gener. πνοιῇς ἀνέμοιο Il.12.207, cf. Hes.Th.253, Pi.P.3.105, Ar.Au.1396, E.Hel.1504, ἀνέμων ἀϋτμή Od.11.407, tb. en gen. dependiente de ἀῆται Hes.Op.621, ἀήματα A.Eu.905, αὖραι E.Med.838, πνεύματα Hdt.7.16α, A.Pr.1085, E.HF 102, ῥιπαί Pi.N.3.59, S.Ant.137, 930, ἀέλλη Il.13.795, Od.5.305, θύελλα Il.12.253, Hes.Op.551, E.Cyc.109, ἴς Il.17.739, μένος Od.5.478, βία Il.23.713, κέλευθα Il.15.620, φθόγγος Simon.38.15
•ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il.1.481, φύλλ' ἄνεμος ... δονεῖ B.5.65, οὔτε μίμνειν ἄνεμος οὔτ' ἐκπλεῖν ἐᾷ A.Fr.400, cf. Procl.H.7.6, ὑπὸ ἀνέμων ἀλλήλοισιν ἐναντιωθέντων ἐξαίφνης Hp.Aër.8, ἀνέμοισι φορεύμενος ἀργαλέοισιν zarandeado por vientos tempestuosos Sol.1.45
•c. n. de los vientos Βορέῃ ἀνέμῳ Il.15.26, Ζεφύρῳ Il.16.150, βασιλεὺς ἀνέμων ... Βορέας Pi.P.4.181
•como n. propio Ἄνεμοι los vientos Antag.1.6, Orph.h.ad Mus.38
•c. adj. ἄνεμοι χαλεποί galernas, Od.12.286, χειμέριοι Archil.80.5, ἄγριοι A.Pr.1046, μέγας Th.2.25, D.50.23, πολύς D.59.103, ἄ. τυφωνικός huracán, Act.Ap.27.14, ὀμβροφόροι A.Supp.35, βαρύγδουποι Pi.P.4.210, φορὸς ἄνεμος viento favorable de popa Plb.1.60.6, ἐναντίος ἄνεμος Eu.Matt.14.24, ἐαρινοί Arist.Mu.395a4, Nonn.D.48.515
•de creencias rel. c. el viento λόγους ψυχῆς ἀνέμους Pythag.B 1a, θάλασσα ... πηγὴ δ' ἀνέμοιο Xenoph.B 30.1, ψυχὴν ... φερομένην ὑπὸ τῶν ἀνέμων Orph.Fr.27, ὑπὸ τῶν ἀνέμων διαφυσηθεῖσα καὶ διαπτομένη (sc. ἡ ψυχή) Pl.Phd.84b
•en refranes y sentencias ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος el hombre es viento y perdición Eup.376, τῶν δὲ κακῶν ἄνεμοι δειλὰ φέρουσιν ἔπη las miserables palabras de los malos se las llevan los vientos Thgn.1168, φέρειν τιν' ἄραντ' ἄνεμος un viento para arrastrar consigo al que se ha hecho a la mar Antiph.195.5, ἀνέμους θηρᾶν ἐν δικτύοις intentar pescar el viento Diogenian.1.2.28, ἀνέμῳ διαλέγεσθαι predicar en el desierto Zen.1.38, ἀνέμους γεωργεῖν dar palos al aire Zen.1.99
•ὀνείδη καὶ Φρυγῶν ἐπαινέσεις ἀνέμοις φέρεσθαι παραδίδωμ' lanzo a los vientos, para que se los lleven, improperios y loas a los frigios E.Tr.419.
2 viento, punto cardinal ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων LXX Za.2.10, cf. Eu.Matt.24.31, Apoc.7.1, Eu.Marc.13.27, Vett.Val.140.6, PFlor.50.104, 20.19 (II d.C.), τὸ κατ' ἄνεμον la orientación, POxy.100.10 (II d.C.).
II fig.
1 viento de pasión, impulso ἄνεμοι ψυχῆς S.Ant.929, περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας dejándonos llevar de un lado a otro por todo tipo de viento doctrinal, Ep.Eph.4.14, πονηρὸς ἄνεμος mal viento del pecado op. Espíritu Santo, Mac.Aeg.M.34.465A.
2 del hálito de Dios ῥῦσε ἱμᾰς, κύριε ἀπὸ κατεγγα[λιῶν] φυσō σὺ ἄνεμον MAMA 1.428.5
•de los ángeles, Dion.Ar.M.3.333C.
III medic., dentro del cuerpo aire de la matriz, Hp.Mul.1.78 (p.184), ἄνεμον ξὺν τῷ ποτῷ ψυχρὸν εἰσάγειν Hp.Epid.6.3.19. • DMic.: a-ne-mo/a-ne-mo-i-je-re-ja.
• Etimología: De *H2enHu̯-/H2neHu̯- ‘soplar’, cf. ai. navate ‘resonar’, anila- ‘viento’, ‘soplo’, lat. animus, an. andi ‘aliento’, etc.
English (Strong)
from the base of ἀήρ; wind; (plural) by implication, (the four) quarters (of the earth): wind.
English (Thayer)
ἀνέμου, ὁ (ἄω, ἄημι, to breathe, blow, (but etymologists connect ἄω with Sanskrit va, Greek ἀήρ, Latin ventus, English wind, and ἄνεμος with Sanskrit an, to breathe, etc.; cf. Curtius, §§ 419,587; Vanicek, p. 28)) (from Homer down), wind, a violent agitation and stream of air (cf. (Trench, § lxxiii.) πνεῦμα, 1at the end): οἱ τέσσαρες ἄνεμοι, the four principal or cardinal winds (τῆς γῆς, ἄνεμος τῆς διδασκαλίας, variability and emptiness (?) of teaching, Ephesians 4:14.
Greek Monolingual
ο (AM ἄνεμος)
1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση
2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα
μσν.- νεοελλ.
(κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας
νεοελλ.
φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ ανέμου» — καταστρέφεται ή καταστράφηκε
μσν.
το πνεύμα του Θεού, ο Θεός
αρχ.-μσν.
αέρια των εντέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άνεμος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα an∂- «φυσώ, πνέω». Από την ίδια ρίζα προήλθαν όχι μόνο τα αρχ. ινδ. anilas «πνοή, άνεμος, αέρας», αρχ. ιρλδ. anal «πνοή» κ.ά., αλλά και τα λατ. anima «πνοή, άνεμος, αέρας» και animus «ψυχή, πνεύμα» (και οι δύο σημασίες συνενώνονται στο αρχ. ελλην. πνεύμα) και animal «το έχον ψυχή, ζωή, το ζώο». Από τις λατινικές αυτές λέξεις προήλθαν σημαντικές λέξεις του λατινογενούς (ρωμανικού) ευρωπαϊκού λεξιλογίου, όπως λ.χ. η λ. ame «ψυχή» μέσω του αρχ. γαλλ. alme / arme) της Γαλλικής, η λ. alma «ψυχή» της Ισπανικής και anima «ψυχή» της Ιταλικής, το ισπανικό καί ιταλικό animo «πνεύμα» καί το ευρύτερης χρήσης animal «ζώο» (ιταλ., γαλλ., ισπ., αγγλ., κ.ά.). Αντιθέτως το ελλ. άνεμος χρησιμοποιήθηκε κατ’ αποκλειστικότητα στη διεθνή επιστημονική ορολογία ως α΄ συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων
πρβλ. λ.χ. αγγλ. anemogram (ανεμόγραμμα), anemograph (ανεμογράφος), anemometer (ανεμόμετρο), anemoscope (ανεμοσκόπιο) αλλά καί anemochorous, anemophilous, anemotaxis, anemotropism κ.ά. Σημειώνεται ακόμη πως λέξεις που δήλωναν «τον άνεμο» τόσο στην Ελληνική όσο και σε άλλες (ινδο)ευρωπαϊκές γλώσσες προήλθαν από τη συνώνυμη ΙΕ ρίζα wē-«πνέω, φυσώ» (πρβλ. ελλην., άελλα άημι, αήτες, αήτης, αύρα, κ.ά, λατ. ventus «άνεμος», γαλλ. vent, αγγλ. wind και weather «καιρός», γερμ. Wind και Wetter «καιρός» κ.λπ. βλ. λ. άημι). Τέλος, μεγάλη παραγωγική δύναμη εμφανίζει στην Ελληνική (αρχαία και νέα) η λ. άνεμος ως α΄ συνθετικό ανεμ(ο)-και ως β΄ συνθετικό -ανεμος (και αρχ. -ήνεμος)].Παράγωγα και σύνθετα της λέξης άνεμος:
ΠΑΡ. αρχ. ανεμία, ανεμόεις, ανεμούμαι, ανεμώλιος, Ανεμώτις
αρχ.-μσν.
ανεμώδης
μσν.
ανέμωοις
μσν.- νεοελλ.
ανέμη, ανεμίζω, ανεμικός.
ΣΥΝΘ. (Α΄ ΣΥΝΘ.) ανεμόδαρτος, ανεμοστρόβιλος
αρχ.
ανεμοκοίτης, ανεμοσκεπής, ανεμόστροφος, ανεμοσφάραγος, ανεμοτρεφής, ανεμοφόρητος ανεμώκης
μσν.
ανεμοδούριον, ανεμομαχώ, ανεμόπτερος, ανεμοφθόρητος
μσν.- νεοελλ.
ανεμοζάλη
νεοελλ.
ανεμόβραχος, ανεμόβροντο, ανεμόβροχο, ανεμογάμης, ανεμογγάστρι(-ά), ανεμοδαρμένος, ανεμοδέρνω, ανεμοκαίω, ανεμοκίνητος, ανεμοκουνώ, ανεμοκυκλογύριστος, ανεμοκυκλοπόδης, ανεμομάζωμα, ανεμόμυλος, ανεμόπληκτος, ανεμοπόδαρος, ανεμοπύρι, ανεμοπύρωμα, ανεμοράχη, ανεμοριπή, ανεμορούφουλας, ανεμόσαρκος, ανεμόσκαλα, ανεμοσκορπίζω, ανεμοσουρίζω, ανεμόσυκο, ανεμοσυρμή, ανεμοταραχή, ανεμότρατα, ανεμοχάφτω, ανεμόχιονο, ανεμόχολο, ανεμαλώνι, ανεμαντλία, ανεμάρπαστος, ανεμοβλογιά, ανεμογνωμόνιο, ανεμόγραμμα, ανεμογραφία, ανεμογράφος, ανεμοδείκτης, ανεμολογία, ανεμολόγος, ανεμομετρία.(Β ΣΥΝΘ.) -ΑΝΕΜΟΣ: αλεξάνεμος, επάνεμος, Ευάνεμος, Ευδάνεμος, ισάνεμος, κωλυσάνεμος, λαθάνεμος, παυσάνεμος.-ΗΝΕΜΟΣ: αλεξήνεμος, απήνεμος, διήνεμος, δυσήνεμος, ευήνεμος, κατήνεμος, ποδήνεμος, προήνεμος, προσήνεμος, πυρήνεμος, συνήνεμος, υπερήνεμος, υπήνεμος, φιλήνεμος.
Greek Monotonic
ἄνεμος: [ᾰ], ὁ (√ΑΝ, πρβλ. ἄημι), άνεμος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀνέμου κατιόντος, έχοντας ξεσπάσει μεγάλη καταιγίδα, σε Θουκ.· ἄν.κατὰ βορέαν ἑστηκώς, ο άνεμος είχε σταθεί στο βορρά, στον ίδ.· ἀνέμοιο φέρεσθαι παραδοῦναί τι, ρίχνω κάτι στους τέσσερις ανέμους, Βορέας, Σύρος, Νότος (ή Άργηστης), Ζέφυρος· ο Αριστ. δίνει δώδεκα, που χρησίμευαν ως σημεία της πυξίδας.
Russian (Dvoretsky)
ἄνεμος: (ᾰ) ὁ ветер Hom., Trag., Xen., Plat., Arst.: ἀνέμων ἀέλλη Hom. и ἀνέμοιο θυέλλη Hes. вихрь, буря; κατ᾽ ἄνεμον καὶ ῥοῦν νήχεσθαι Plut. плыть по ветру и по течению; οἱ ἄνεμοι ψυχῆς Anth. душевные бури.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: wind (Il.).
Dialectal forms: Myc. anemo (ijereja) KN \/anemon (hiereia)\/.
Compounds: νηνεμίη calm < *n̥-h₂n-
Derivatives: ἠνεμόεις windy, windreich (metr. length.); ἀνεμώλιος idle, useless (Il.), after ἀποφώλιος (Bechtel Lex., Chantr. Form. 43; Risch 113 reminds of ἀπατήλιος); s. on μεταμώνιος. ἀνεμώτας ὄνος ἄφετος, ἱερός, τοῖς ἀνέμοις θυόμενος ἐν Ταραντίνοις H.; ἀνεμῶτις epithet of Athena (who calms the wind; Paus.). - ἀνεμώνη s. v.
Origin: IE [Indo-European] [38] *h₂enh₁-mo- wind
Etymology: Gr. ἄνεμος agrees with Lat. animus (< *anamo, cf. Osc. anamúm-); Skt. ánila- m. wind, air has -lo-. Further Arm. hoɫm wind (with dissim. of n-m) with o-vocalism. In Celtic with tlo-suffix, W. anadl breath. - The root *h₂enh₁- in Skt. áni-ti breathe, Goth. us-anan expire. - See ἄσθμα, ἄνται.