ἀποκερδαίνω

From LSJ
Revision as of 16:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκερδαίνω Medium diacritics: ἀποκερδαίνω Low diacritics: αποκερδαίνω Capitals: ΑΠΟΚΕΡΔΑΙΝΩ
Transliteration A: apokerdaínō Transliteration B: apokerdainō Transliteration C: apokerdaino Beta Code: a)pokerdai/nw

English (LSJ)

pf.

   A -κεκέρδαγκα D.C.43.18:—have benefit, enjoyment from or of a thing, c. gen., ποτοῦ E.Cyc.432; ἀ. βραχέα make some small gain of a thing, And.1.134: abs., ἔνεσται ἀποκερδᾶναι Luc. DMort.4.1.

German (Pape)

[Seite 306] (s. κερδαίνω), Genuß, Vortheil von etwas haben, βραχέα Andoc. 1, 134; Sp., wie Luc. Mort. D. 4, 1; τινός Eur. Cycl. 431.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκερδαίνω: μέλλ. -κερδήσω, -κερδᾰνῶ: ἀόρ. -εκέρδησα, -εκέρδᾱνα: ― ἔχω κέρδος, ὠφέλειαν ἔκ τινος πράγματος, μετὰ γεν. ἀποκερδαίνων ποτοῦ, ἀπολαύων, Εὐρ. Κύκλ. 432· καὶ βραχέα ἀποκερδαίνομεν, κερδαίνομεν ὀλίγα (ἔκ τινος πράγματος), Ἀνδοκ. 17. 32· ἀπολύτ., ἐνέσται ἀποκερδᾶναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 4. 1.

French (Bailly abrégé)

tirer parti de, profiter de.
Étymologie: ἀπό, κερδαίνω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [perf. ἀποκεκέρδαγκα D.C.43.18.2]
1 c. gen. o ἀπό más gen. sacar provecho, disfrutar ποτοῦ E.Cyc.432, οὐ γάρ που καὶ ἰδίᾳ τι αὐτῶν ἀποκεκέρδαγκα D.C.l.c.
aprovechar, procurarse ὅ τι ἂν ἀποκερδάνωσιν ἀπὸ τῶν ὀχετῶν Hp.Gland.6, c. ac. int. βραχέα obtener un provecho pequeño And.Myst.134
abs. ἔνεσται ... ἀποκερδᾶναι Luc.DMort.4.1.
2 c. ac. compl. dir. evitar, escapar ὧν (sc. tormentos del infierno) ἵνα τὴν πεῖραν ἀποκερδάνωσιν Cyr.Al.M.73.797D.

Greek Monolingual

ἀποκερδαίνω)
έχω κέρδος, απολαμβάνω
μσν.- νεοελλ.
κατακτώ, αποκτώ.

Greek Monotonic

ἀποκερδαίνω: μέλ. -κερδήσω ή κερδᾰνῶ, αόρ. -εκέρδησα ή -εκέρδᾱνα· έχω κέρδος, όφελος από κάτι, με γεν., σε Ευρ.· απόλ., σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκερδαίνω: (inf. aor. ἀποκερδᾶναι) извлекать пользу или наслаждаться (Luc.; τινός Eur.).

Middle Liddell


to have benefit, enjoyment from or of a thing, c. gen., Eur.; absol., Luc.