ἀποπέτομαι

From LSJ
Revision as of 16:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπέτομαι Medium diacritics: ἀποπέτομαι Low diacritics: αποπέτομαι Capitals: ΑΠΟΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: apopétomai Transliteration B: apopetomai Transliteration C: apopetomai Beta Code: a)pope/tomai

English (LSJ)

fut.

   A -πετήσομαι Ar.Pax1126: aor. ἀπεπτάμην, part. -πτάμενος, inf. -πτάσθαι Hdt.7.13: also ἀπεπτόμην Ar.Av.90; aor.2 ἀπέπτην, 3pl. ἀπέπταν Emp.2.4; inf. ἀποπτῆναι AP5.211 (Mel.):— fly off or away, esp. of dreams, ᾤχετ' ἀποπτάμενος Il.2.71; ψυχὴ δ' ἠύτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται Od. 11.222; ἀπέπτετο Ar.Av.90; ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου ib.1369; οἴχεται ἀποπτάμενος Pl.Smp.183e; συχνὸν ἀποπτάς Arist.HA619a32; ψυχῆς ἐκ μελέων ἀποπταθείσης IG 9(1).883.6 (Corcyra).

German (Pape)

[Seite 319] (s. πέτομαι), wegfliegen, ἀποπέτου Ar. Av. 1369; ἀποπετήσομαι Pax 1126; Sp., wie Plut. adv. St. 28 ἀποπετόμενοι; vgl. ἀφίπταμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπέτομαι: μέλλ. -πετήσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1. 126: ἀόρ. ἀπεπτάμην, μετοχ. ἀποπτάμενος (πρβλ. πέτομαι): - ἀφίσταμαι καὶ ἐξαφανίζομαι, ἰδίως ἐπὶ ὀνείρων, ᾤχετ’ ἀποπτάμενος Ἰλ. Β. 71· ψυχὴ δ’ ἠΰτ’ ὄνειρος, ἀποπταμένη παπότηται Ὀδ. Λ. 222· ἀπέπτετο Ἀριστοφ. Ὄρν. 90· ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου αὐτόθι 1369. 261. 22. 2) ἀφίπταμαι καὶ φεύγω, «ὅταν δὲ γνῷ (ὁ πέρδιξ) ὅτι θηρεύεται, προελθὼν τῆς νεοττιᾶς κυλινδεῖται παρὰ τὰ σκέλη τοῦ θηρεύοντος ἐλπίδα ἐμποιῶν τοῦ συλληφθήσεσθαι, ἐξαπατᾷ τε ἕως ἂν ἀποπτῶσιν οἱ νεοττοὶ» Ἀριστ. Ἀποσπ. 270.

French (Bailly abrégé)

s’envoler.
Étymologie: ἀπό, πέτομαι.

English (Autenrieth)

only aor. part. ἀποπτάμενος, -ένη: fly away, Il. 2.71, Od. 11.222.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. ind. ἀποπετήσει Ar.Pax 1126; aor. ind. ἀπέπτετο Ar.Au.90, part. ἀποπτάμενος Il.2.71, tb. en v. act. ac. plu. fem. ἀποπτάσας Chrys.Ep.7.1a]
irse volando, volar, echar a volar de visiones en sueños ᾤχετ' ἀποπτάμενος Il.l.c., cf. Hdt.7.13, de la memoria, Meth.Symp.3.14 (p.45.13)
del alma al morir ψυχὴ δ' ἠΰτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται Od.11.222, cf. Emp.B 2.4, ψυχῆς ἐκ μελέων ἀποπταθείσης IG 9(1).883.6 (Corcira II d.C.), cf. Nonn.D.11.90
de seres divinizados ἀποπτάμενος προλιπὼν χθόνα Hes.Th.284, los amores AP 5.212 (Mel.), cf. Pl.Smp.183e (c. juego de palabras sobre Il.2.71, cf. supra)
de elementos físicos τὸ θερμὸν ὑπὸ κουφότητος εἰς τῆν ἄνω χώραν ἀποπτάμενον οἴχεται Plu.2.928a
esp. de aves, Ar.Au.90, Arist.HA 619a32, Fr.346, D.C.43.35.4, Aesop.133.3, Aristaenet.1.3.52, D.P.Au.1.4, 31, 3.19, 21
de pers. imaginadas como pájaros, Ar.Au.1369, Pax 1126
fig. echar a volar la imaginación ὑφ' ὧν ἐπαιρόμεναι πολλάκις ἀποπέτονται las mujeres por efecto de vanidades, Plu.2.752f
ser arrebatado τὰς κώπας τῶν χειρῶν τῶν ναυτῶν ἀποπτάσας los remos arrebatados de las manos de los marineros en la tormenta, Chrys.l.c.

Greek Monolingual

ἀποπέτομαι (Α)
1. πετώ επάνω, πετώ μακριά
2. πετώ κι εξαφανίζομαι.

Greek Monotonic

ἀποπέτομαι: μέλ. -πετήσομαι, αόρ. βʹ -επτάμην, μτχ. -πτάμενος· (πρβλ. πέτομαιπετώ μακριά, σηκώνομαι ψηλά και εξαφανίζομαι, σηκώνω τα φτερά μου και πετώ μακριά, λέγεται κυρίως για τα όνειρα, σε Όμηρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπέτομαι: улетать, упархивать Arph., Plut.

Middle Liddell

[cf. πέτομαι
to fly off or away, Hom., Ar.