ἀφιλία
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ἡ,
A want of friends, Arist.EN1115a11, Rh.1386a9, Phld.Oec.p.67J., Plu.Sol.7.
German (Pape)
[Seite 411] ἡ, Freundelosigkeit, Arist. Nic. 3, 6 Plut. Sol. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλία: ἡ, τὸ μὴ ἔχειν φίλους, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6., 3, Ρητ. 2. 8, 10.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 carencia de amigos considerada como un mal, Arist.EN 1115a11, Rh.1386a9, τὴν ἀφιλίαν καὶ τὴν ἐρημίαν δεινότατον (εἶναι) Arist.EE 1234b33, ἀ. δοκεῖ μὲν ἀφαλωμάτων κουφίζειν Phld.Oec.p.67, δεῖ ... πεφράχθαι μήτε ἀφιλίᾳ πρὸς φίλων ἀποβολήν Plu.Sol.7, cf. 2.606e
•falta de afecto τὸ τῆς ἀφιλίας μοι βαρύτερον Charito 5.1.5.
2 firmeza, fortaleza de ánimo Hsch.
Greek Monolingual
η (AM ἀφιλία)
η έλλειψη φίλων ή αγαπητών προσώπων.
Russian (Dvoretsky)
ἀφῐλία: ἡ отсутствие друзей Arst., Plut.