γάζα
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
[γᾱ], ἡ,
A treasure, Thphr.HP8.11.5, OGI54.22(iii B. C.), Epigr. ap.Str.14.1.39, LXX 2 Es.5.17, Act.Ap.8.27, etc.; ἐκ τῆς βασιλικῆς γ. D.S.17.35. II large sum of money, Plb.11.34.12. (Persian word.)
German (Pape)
[Seite 470] ἡ, (persisches Wort), der königliche Schatz, D. Sic.; übh. eine Summe Geldes, Poll. 11, 34. 22, 26; aber 26, 6 werden τὰ χρήματα καὶ ἡ γάζα vbdn, wo an andere Kostbarkeiten zu denken.
Greek (Liddell-Scott)
γάζα: ἡ, θησαυρός, Θεόφρ. Ἱ.Φ. 8.11,5, Συλλ. Ἐπιγρ. 5127Α.22· ἐκ τῆς βασιλικῆς γ. Διόδ. 17.35· παρὰ Πολυβ., ποσότης τις χρημάτων, 11.34,12, κτλ. (Ἡ λέξις λέγεται Περσική).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 le trésor du roi de Perse ; trésor royal;
2 p. ext. grosse somme d’argent.
Étymologie: mot persan.
English (Abbott-Smith)
† γάζα, -ης, ἡ (a Persian word), [in LXX for גִּנְזִין, II Es 5:17 6:1 7:20, 21, Es 4:7; גִּזְבָּר, II Es 7:21; Is 39:2*;]
treasure: Ac 8:27.†
English (Strong)
of foreign origin; a treasure: treasure.
Greek Monolingual
(I)
η
1. λεπτό ημιδιαφανές ύφασμα μεταξωτό, λινό ή βαμβακερό
2. διάφανο κεφαλομάντηλο
3. «φαρμακευτική ή χειρουργική γάζα» — αποστειρωμένα κομμάτια ή ταινίες λεπτού υφάσματος που χρησιμοποιούνται για επικάλυψη και επίδεση τραυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε από την ονομασία της Γάζας, πόλης της Παλαιστίνης, και εισήλθε στην Ελληνική μέσω του τουρκικού jc (γαζ) «γάζα» ή του γαλλ. gaze «γάζα». Πρβλ. γερμ. Gaze, αγγλ. gauze, ισπ. gaza,. ιταλ. garza].———————— (II)
η (Α)
1. θησαυρός, πολύτιμα αντικείμενα αποθηκευμένα σε θησαυροφυλάκιο
2. μεγάλο χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από την Περσική (πρβλ. μσν. περσικό ganj). Η λατ. λέξη gaza, όπως πιθανώς και η συρ. gazā, είναι με τη σειρά τους δάνεια από την Ελληνική].
Greek Monotonic
γάζα: ἡ, Λατ. gaza, θησαυρός, σε Θεόκρ. (περσική λέξη).
Russian (Dvoretsky)
γάζα: ἡ перс.
1) царская казна, казнохранилище (ἡ βασιλικὴ γ. Diod.);
2) денежная сумма (ἡ γ. ἡ ὁμολογηθεῖσά τινι Polyb.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: (royal) traesury (Thphr., OGI 54, 22 [IIIa]);
Compounds: γαζο-φύλαξ (LXX).
Derivatives: None.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Pers.
Etymology: Acc. to Pomp. Mela 1, 64 a. o. Persian, cf. MPers. ganj, of Median origin (Mayrhofer WienAkadAnz. 1968: 1, 13f); Mayrhofer KEWA 1, 315 gañja-. Also Arm. ganǰ. From Gr. Lat. gaza; also Syr. gazā.